ζαθερής: Difference between revisions
From LSJ
τὸ δὲ μέλλον ἀκριβῶς οἶδεν οὐδεὶς θνατὸς ὅπᾳ φέρεται → but as for the future no mortal knows for certain where he is bound
(Bailly1_2) |
(16) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />très chaud.<br />'''Étymologie:''' ζα-, [[θέρος]]. | |btext=ής, ές :<br />très chaud.<br />'''Étymologie:''' ζα-, [[θέρος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ζαθερής]], -ές (Α)<br />πολύ [[θερμός]], [[καυτός]], [[καυστικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ζα</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>θερης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θέρος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ειλη</i>-<i>θερής</i>, <i>ηλιο</i>-<i>θερής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:38, 29 September 2017
English (LSJ)
ές, (θέρος)
A scorching, καῦμα AP6.120 (Leon.).
Greek (Liddell-Scott)
ζᾰθερής: -ές, (θέρος) λίαν καυστικός, διάθερμος, καῦμα Ἀνθ. Π. 6. 120.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
très chaud.
Étymologie: ζα-, θέρος.
Greek Monolingual
ζαθερής, -ές (Α)
πολύ θερμός, καυτός, καυστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζα- + -θερης (< θέρος), πρβλ. ειλη-θερής, ηλιο-θερής].