καπνίτης: Difference between revisions
From LSJ
(6_14) |
(19) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καπνίτης''': ὁ, = [[κάπνιος]] ΙΙ, Διοσκ. 4. 110. | |lstext='''καπνίτης''': ὁ, = [[κάπνιος]] ΙΙ, Διοσκ. 4. 110. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ (Α [[καπνίτης]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ονομασία]] φυτού, [[καπνόχορτο]] ή [[φουμαρία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[καπνίτης]] [[λίθος]]» — [[καπνιαίος]] [[λίθος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καπνός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]], (<b>[[πρβλ]].</b> <i>πισσ</i>-[[ίτης]], <i>πυρ</i>-[[ίτης]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:38, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῑ] λίθος
A smoky quartz, Alex. Trall.1.15. II fem. καπν-ῖτις (v.l. -ίτης), = καπνός 11, Ps.-Dsc.4.109.
German (Pape)
[Seite 1323] ὁ, = κάπνιος, Pflanze, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
καπνίτης: ὁ, = κάπνιος ΙΙ, Διοσκ. 4. 110.
Greek Monolingual
ὁ (Α καπνίτης)
νεοελλ.
ονομασία φυτού, καπνόχορτο ή φουμαρία
αρχ.
φρ. «καπνίτης λίθος» — καπνιαίος λίθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + κατάλ. -ίτης, (πρβλ. πισσ-ίτης, πυρ-ίτης)].