κανθήλιος: Difference between revisions
ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)
(Bailly1_3) |
(19) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br /><b>1</b> [[ὄνος]] <i>et sans</i> [[ὄνος]], âne qui porte des paniers suspendus au bât;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> âne bâté, sot, lourdaud.<br />'''Étymologie:''' [[κάνης]], cf. [[κανθήλια]]. | |btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br /><b>1</b> [[ὄνος]] <i>et sans</i> [[ὄνος]], âne qui porte des paniers suspendus au bât;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> âne bâté, sot, lourdaud.<br />'''Étymologie:''' [[κάνης]], cf. [[κανθήλια]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κανθήλιος]], ὁ (Α) [[κανθήλιον]]<br /><b>1.</b> φορτηγὸς όνος, γαϊδούρι που χρησιμοποιείται για μεταφορές<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> <b>μτφ.</b> [[μωρός]], [[βλάκας]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:38, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A pack-ass, Ar.Lys.290 (lyr.), Luc.Pseudol.3, POxy. 1733.4 (iii A.D.); ὄνος κ. Hermipp.9, X.Cyr.7.5.11, Pl.Smp.221e, etc.: metaph., ass, blockhead, Lysipp.7, Luc.JTr.31.
German (Pape)
[Seite 1321] ὁ (s. κάνθος), ein großer Lastesel; ὄνος Posidipp. bei Ath. X, 415 b; Plat. Gorg. 299 b Conv. 221 e; Xen. Cyr. 7, 5, 11; ὄνος Ar. Lys. 290; Luc. Pseudol. 3. – Uebertr., ein Dummkopf, βραδὺς νοῆσαι Suid.; vgl. Luc. Iup. trag. 31.
Greek (Liddell-Scott)
κανθήλιος: ὁ, = κάνθων, εἶδος μεγάλου ὄνου χρησίμου πρὸς φόρτωσιν, φορτηγὸς ὄνος, Λατ. cantherius, Ἀριστοφ. Λυσ. 290· ὡς φανερὸς γένοιο κανθήλιος ὤν Λουκ. Ψευδολογιστ. 3· ὄνος κανθήλιος Ἕρμιππος ἐν «Ἀρτοπώλισιν» 5, Ξεν. Κύρ. 7.5, 11, Πλάτ. Συμπ. 221Ε, κτλ.: -μεταφ., ὄνος, βλάξ μωρός, «χονδροκέφαλον γαϊδοῦρι», Λύσιππος ἐν Ἀδήλ. 1, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 31.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
1 ὄνος et sans ὄνος, âne qui porte des paniers suspendus au bât;
2 fig. âne bâté, sot, lourdaud.
Étymologie: κάνης, cf. κανθήλια.
Greek Monolingual
κανθήλιος, ὁ (Α) κανθήλιον
1. φορτηγὸς όνος, γαϊδούρι που χρησιμοποιείται για μεταφορές
2. ως επίθ. μτφ. μωρός, βλάκας.