καταλαλώ: Difference between revisions

From LSJ

ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his

Source
(19)
(No difference)

Revision as of 06:39, 29 September 2017

Greek Monolingual

(AM καταλαλῶ, -έω)
κατηγορώ, κακολογώ, συκοφαντώ («τὸν μὲν Φάβιον κατελάλει πρὸς πάντας», Πολ.)
αρχ.
1. διαλαλώ, μεγαλοφωνώ) («τὶ δὲ τοῑς θύραζε ταῡτα καταλαλῶν», Αριστοφ.)
2. ενοχλώ κάποιον με τη φλυαρία μου
3. απευθύνω τον λόγο σε κάποιον.