καμπανίζω: Difference between revisions

From LSJ

Βέλτιόν ἐστι σῶμά γ' ἢ ψυχὴν νοσεῖν → It is better to be sick in respect to the body than in respect to the soul → Deterior animi morbus es quam corporis → Am Körper krank zu sein ist besser als an der Seel'

Menander, Monostichoi, 75
(6_2)
(19)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''καμπανίζω''': [[ζυγίζω]], Ἰω. Δαμασκ. ΙΙ. 329D.
|lstext='''καμπανίζω''': [[ζυγίζω]], Ἰω. Δαμασκ. ΙΙ. 329D.
}}
{{grml
|mltxt=(Μ [[καμπανίζω]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[χτυπώ]] την [[καμπάνα]] της εκκλησίας, [[κουδουνίζω]]<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> ηχώ σαν [[καμπάνα]], [[αποδίδω]] ήχο καμπάνας, [[κουδουνίζω]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[υπαινίσσομαι]] [[κάτι]], [[διατυπώνω]] καμπανιές, δυσάρεστους υπαινιγμούς<br /><b>μσν.</b><br />[[ζυγίζω]] με τον κάμπανο. [[ζυγίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Με τη [[σημασία]] «[[χτυπώ]] την [[καμπάνα]]» <span style="color: red;"><</span> [[καμπάνα]]. Με τη [[σημασία]] «[[ζυγίζω]]» <span style="color: red;"><</span> [[καμπανός]]].
}}
}}

Revision as of 06:39, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καμπανίζω Medium diacritics: καμπανίζω Low diacritics: καμπανίζω Capitals: ΚΑΜΠΑΝΙΖΩ
Transliteration A: kampanízō Transliteration B: kampanizō Transliteration C: kampanizo Beta Code: kampani/zw

English (LSJ)

   A weigh, PLond.5.1708.130 (vi A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

καμπανίζω: ζυγίζω, Ἰω. Δαμασκ. ΙΙ. 329D.

Greek Monolingual

καμπανίζω)
νεοελλ.
1. χτυπώ την καμπάνα της εκκλησίας, κουδουνίζω
2. (αμτβ.) ηχώ σαν καμπάνα, αποδίδω ήχο καμπάνας, κουδουνίζω
3. μτφ. υπαινίσσομαι κάτι, διατυπώνω καμπανιές, δυσάρεστους υπαινιγμούς
μσν.
ζυγίζω με τον κάμπανο. ζυγίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημασία «χτυπώ την καμπάνα» < καμπάνα. Με τη σημασία «ζυγίζω» < καμπανός].