κατατηξίτεχνος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίονἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him

Source
(6_17)
(19)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατατηξίτεχνος''': -ον, ἴδε [[κακιζότεχνος]].
|lstext='''κατατηξίτεχνος''': -ον, ἴδε [[κακιζότεχνος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κατατηξίτεχνος]], -ον (Α)<br />(ως επίθ. του Καλλιμάχου) αυτός που δεν εργάζεται καλά, που εξευτελίζει την [[τέχνη]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αν η γρφ. δεν [[είναι]] λανθασμένη, πρόκειται για σύνθ. του τύπου <i>τερψί</i>-<i>μβροτος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>κατα</i>-<i>τηξι</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>κατα</i>-[[τήκω]] με μεταφορική σημ. «[[ξοδεύω]] άδικα, [[καταστρέφω]]») <span style="color: red;">+</span> -<i>τεχνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέχνη]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ευρεσί</i>-<i>τεχνος</i>, <i>καλλί</i>-<i>τεχνος</i>].
}}
}}

Revision as of 06:39, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατατηξίτεχνος Medium diacritics: κατατηξίτεχνος Low diacritics: κατατηξίτεχνος Capitals: ΚΑΤΑΤΗΞΙΤΕΧΝΟΣ
Transliteration A: katatēxítechnos Transliteration B: katatēxitechnos Transliteration C: katatiksitechnos Beta Code: katathci/texnos

English (LSJ)

[ῐ], ον,

   A enfeebling his art, epith. of the artist Callimachus, Paus.1.26.7 (v.l. κακιζότεχνον), prob. in Plin.HN34.92 (calat-, catot-, codd.), and in Vitr.4.1.10 (catatechnos, catathecnos, codd.).

Greek (Liddell-Scott)

κατατηξίτεχνος: -ον, ἴδε κακιζότεχνος.

Greek Monolingual

κατατηξίτεχνος, -ον (Α)
(ως επίθ. του Καλλιμάχου) αυτός που δεν εργάζεται καλά, που εξευτελίζει την τέχνη του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αν η γρφ. δεν είναι λανθασμένη, πρόκειται για σύνθ. του τύπου τερψί-μβροτος < κατα-τηξι- (< κατα-τήκω με μεταφορική σημ. «ξοδεύω άδικα, καταστρέφω») + -τεχνος (< τέχνη), πρβλ. ευρεσί-τεχνος, καλλί-τεχνος].