θερμοκύαμος: Difference between revisions

From LSJ

Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf

Menander, Monostichoi, 285
(6_9)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θερμοκύᾰμος''': ἡ, [[εἶδος]] ὀσπρίου μεταξὺ τοῦ θερμοῦ καὶ τοῦ κυάμου, Δίφιλ. ἐν Ἀδήλ. 2, Ἀθήν. 55Ε.
|lstext='''θερμοκύᾰμος''': ἡ, [[εἶδος]] ὀσπρίου μεταξὺ τοῦ θερμοῦ καὶ τοῦ κυάμου, Δίφιλ. ἐν Ἀδήλ. 2, Ἀθήν. 55Ε.
}}
{{grml
|mltxt=[[θερμοκύαμος]], ἡ (Α)<br />[[είδος]] οσπρίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θέρμος]] «[[λούπινο]]» <span style="color: red;">+</span> [[κύαμος]] «[[κουκί]]»].
}}
}}

Revision as of 06:39, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θερμοκύᾰμος Medium diacritics: θερμοκύαμος Low diacritics: θερμοκύαμος Capitals: ΘΕΡΜΟΚΥΑΜΟΣ
Transliteration A: thermokýamos Transliteration B: thermokyamos Transliteration C: thermokyamos Beta Code: qermoku/amos

English (LSJ)

[ῠ], ἡ, a

   A leguminous plant, of a kind between the θέρμος and the κύαμος, Diph.87.

German (Pape)

[Seite 1201] ὁ, Diphil. Ath. II, 55 e, Hülsenfrucht (von θέρμος u. κύαμος).

Greek (Liddell-Scott)

θερμοκύᾰμος: ἡ, εἶδος ὀσπρίου μεταξὺ τοῦ θερμοῦ καὶ τοῦ κυάμου, Δίφιλ. ἐν Ἀδήλ. 2, Ἀθήν. 55Ε.

Greek Monolingual

θερμοκύαμος, ἡ (Α)
είδος οσπρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέρμος «λούπινο» + κύαμος «κουκί»].