βασκοσύνη: Difference between revisions
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
(big3_8) |
(7) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ης, ἡ<br />[[mal de ojo]], [[embrujamiento]], [[hechizo]] προσκλυζομένη ... πρὸς ... βασκοσύνας ... ἔστιν [[ἄκος]] Poet.<i>de herb</i>.51, cf. 132, διάσωσόν με ... ἀπὸ ... βασκοσύνης πάσης <i>PMag</i>.8.34, cf. <i>SB</i> 6584.4 (IV/V d.C.), <i>Suppl.Mag</i>.31.4, <i>Hippiatr.Paris</i>.979. | |dgtxt=-ης, ἡ<br />[[mal de ojo]], [[embrujamiento]], [[hechizo]] προσκλυζομένη ... πρὸς ... βασκοσύνας ... ἔστιν [[ἄκος]] Poet.<i>de herb</i>.51, cf. 132, διάσωσόν με ... ἀπὸ ... βασκοσύνης πάσης <i>PMag</i>.8.34, cf. <i>SB</i> 6584.4 (IV/V d.C.), <i>Suppl.Mag</i>.31.4, <i>Hippiatr.Paris</i>.979. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (Α [[βασκοσύνη]])<br />η [[βασκανία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>βασκανοσύνη</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βάσκανος]]) με συλλαβική [[ανομοίωση]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:39, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ, poet. for βασκανία, Poet.
A de herb.51,131, PMag.Lond.122.34, PMag.Par.1.1400.
German (Pape)
[Seite 438] ἡ, Sp. = βασκανία.
Greek (Liddell-Scott)
βασκοσύνη: ἡ, ποιτ. ἀντὶ τοῦ βασκανία, Ποιητὴς π. Βοτ. 51.210.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
mal de ojo, embrujamiento, hechizo προσκλυζομένη ... πρὸς ... βασκοσύνας ... ἔστιν ἄκος Poet.de herb.51, cf. 132, διάσωσόν με ... ἀπὸ ... βασκοσύνης πάσης PMag.8.34, cf. SB 6584.4 (IV/V d.C.), Suppl.Mag.31.4, Hippiatr.Paris.979.
Greek Monolingual
η (Α βασκοσύνη)
η βασκανία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βασκανοσύνη (< βάσκανος) με συλλαβική ανομοίωση].