βασκοσύνη: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
(big3_8)
(7)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ης, ἡ<br />[[mal de ojo]], [[embrujamiento]], [[hechizo]] προσκλυζομένη ... πρὸς ... βασκοσύνας ... ἔστιν [[ἄκος]] Poet.<i>de herb</i>.51, cf. 132, διάσωσόν με ... ἀπὸ ... βασκοσύνης πάσης <i>PMag</i>.8.34, cf. <i>SB</i> 6584.4 (IV/V d.C.), <i>Suppl.Mag</i>.31.4, <i>Hippiatr.Paris</i>.979.
|dgtxt=-ης, ἡ<br />[[mal de ojo]], [[embrujamiento]], [[hechizo]] προσκλυζομένη ... πρὸς ... βασκοσύνας ... ἔστιν [[ἄκος]] Poet.<i>de herb</i>.51, cf. 132, διάσωσόν με ... ἀπὸ ... βασκοσύνης πάσης <i>PMag</i>.8.34, cf. <i>SB</i> 6584.4 (IV/V d.C.), <i>Suppl.Mag</i>.31.4, <i>Hippiatr.Paris</i>.979.
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[βασκοσύνη]])<br />η [[βασκανία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>βασκανοσύνη</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βάσκανος]]) με συλλαβική [[ανομοίωση]]].
}}
}}

Revision as of 06:39, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βασκοσύνη Medium diacritics: βασκοσύνη Low diacritics: βασκοσύνη Capitals: ΒΑΣΚΟΣΥΝΗ
Transliteration A: baskosýnē Transliteration B: baskosynē Transliteration C: vaskosyni Beta Code: baskosu/nh

English (LSJ)

ἡ, poet. for βασκανία, Poet.

   A de herb.51,131, PMag.Lond.122.34, PMag.Par.1.1400.

German (Pape)

[Seite 438] ἡ, Sp. = βασκανία.

Greek (Liddell-Scott)

βασκοσύνη: ἡ, ποιτ. ἀντὶ τοῦ βασκανία, Ποιητὴς π. Βοτ. 51.210.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
mal de ojo, embrujamiento, hechizo προσκλυζομένη ... πρὸς ... βασκοσύνας ... ἔστιν ἄκος Poet.de herb.51, cf. 132, διάσωσόν με ... ἀπὸ ... βασκοσύνης πάσης PMag.8.34, cf. SB 6584.4 (IV/V d.C.), Suppl.Mag.31.4, Hippiatr.Paris.979.

Greek Monolingual

η (Α βασκοσύνη)
η βασκανία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βασκανοσύνη (< βάσκανος) με συλλαβική ανομοίωση].