εὐκαταφορία: Difference between revisions

From LSJ
(6_9)
(15)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐκαταφορία''': ἡ, [[κατωφέρεια]], Διογ. Λ. 7. 115· ἐν τῷ πληθ.
|lstext='''εὐκαταφορία''': ἡ, [[κατωφέρεια]], Διογ. Λ. 7. 115· ἐν τῷ πληθ.
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐκαταφορία]], ἡ (Α) [[ευκατάφορος]]<br />η [[τάση]], η [[ροπή]] [[προς]] [[κάτι]].
}}
}}

Revision as of 06:39, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐκαταφορία Medium diacritics: εὐκαταφορία Low diacritics: ευκαταφορία Capitals: ΕΥΚΑΤΑΦΟΡΙΑ
Transliteration A: eukataphoría Transliteration B: eukataphoria Transliteration C: efkataforia Beta Code: eu)katafori/a

English (LSJ)

ἡ,

   A propensity, proclivity, Stoic.3.25 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1074] ἡ, Geneigtheit, Neigung, D. L. 7, 115, plur. Von

Greek (Liddell-Scott)

εὐκαταφορία: ἡ, κατωφέρεια, Διογ. Λ. 7. 115· ἐν τῷ πληθ.

Greek Monolingual

εὐκαταφορία, ἡ (Α) ευκατάφορος
η τάση, η ροπή προς κάτι.