ἐπανορθωτικός: Difference between revisions

From LSJ

Οὐδείς, ὃ νοεῖς μὲν, οἶδεν, ὃ δέ ποιεῖς, βλέπει → Quid cogites, scit nemo; quid facias, patet → nicht weiß man, was du denkst, doch sieht man, was du tust

Menander, Monostichoi, 424
(6_11)
(13)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπανορθωτικός''': -ή, -όν, ὁ συντελῶν πρὸς ἐπανόρθωσιν, ὁ δυνάμενος νὰ ἐπανορθώσῃ, τῶν ἠθῶν Στράβων 16· τὸ ἐπανορθωτικὸν δίκαιον Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 5. 4, 6.
|lstext='''ἐπανορθωτικός''': -ή, -όν, ὁ συντελῶν πρὸς ἐπανόρθωσιν, ὁ δυνάμενος νὰ ἐπανορθώσῃ, τῶν ἠθῶν Στράβων 16· τὸ ἐπανορθωτικὸν δίκαιον Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 5. 4, 6.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[επανορθωτικός]], -ή, -όν [[επανορθώνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται ή που συντελεί στην [[επανόρθωση]] («επανορθωτικές φυλακές, ποινές» <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το επανορθωτικό</i><br /><b>ναυτ.</b> [[σήμα]] για την [[επανόρθωση]] της τάξεως, για τη [[διόρθωση]] της πορείας.
}}
}}

Revision as of 06:39, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπανορθωτικός Medium diacritics: ἐπανορθωτικός Low diacritics: επανορθωτικός Capitals: ΕΠΑΝΟΡΘΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: epanorthōtikós Transliteration B: epanorthōtikos Transliteration C: epanorthotikos Beta Code: e)panorqwtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A corrective, restorative, τῶν ἠθῶν Str.1.2.3; τὸ ἐ. δίκαιον Arist.EN1132a18; τέχνη Gal. 1.303. Adv. -κῶς Sch.D.3.33.

German (Pape)

[Seite 903] ή, όν, verbessernd, zum Verbessern geschickt, Arist. Eth. 5, 7; τῶν ἠθῶν Strab. 1, 2, 3.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπανορθωτικός: -ή, -όν, ὁ συντελῶν πρὸς ἐπανόρθωσιν, ὁ δυνάμενος νὰ ἐπανορθώσῃ, τῶν ἠθῶν Στράβων 16· τὸ ἐπανορθωτικὸν δίκαιον Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 5. 4, 6.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α επανορθωτικός, -ή, -όν επανορθώνω
1. αυτός που αναφέρεται ή που συντελεί στην επανόρθωση («επανορθωτικές φυλακές, ποινές» κ.λπ.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το επανορθωτικό
ναυτ. σήμα για την επανόρθωση της τάξεως, για τη διόρθωση της πορείας.