καφάσι: Difference between revisions

From LSJ

εἰ μὴ μάλα γέ τινες ὀλίγοι ὧν ἐγὼ ἐντετύχηκα → apart from a very few whom I've met

Source
(20)
(No difference)

Revision as of 06:39, 29 September 2017

Greek Monolingual

(I)
το
1. λεπτό ξύλινο δικτυωτό πλέγμα στα παράθυρα τών παλιών μουσουλμανικών σπιτιών ή και στον γυναικωνίτη χριστιανικών εκκλησιών για να προστατεύονται οι γυναίκες από τα βλέμματα τών ανδρών
2. μικρό κιβώτιο χωρίς σκέπασμα, από παράλληλα τοποθετημένα σανίδια σε απόσταση μεταξύ τους, για την τοποθέτηση και μεταφορά φρούτων και λαχανικών
3. η παρωπίδα της ιπποσκευής
4. ναυτ. α) το δικτυωτό με το οποίο αποφράζονται οι καθέκτες
β) οι δικτυωτές σανίδες που σχηματίζουν το δάπεδο της βάρκας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kafes].———————— (II)
το
κεφάλι («θα μού φύγει το καφάσι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kafa «κεφάλι»].