κιλλός: Difference between revisions
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
(Bailly1_3) |
(20) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />gris.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. obsc. | |btext=ή, όν :<br />gris.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. obsc. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κιλλός]], -ή, -όν (ΑΜ)<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] του όνου, [[σταχτής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. προέρχεται πιθ. από το θ. <i>κελ</i>- του τ. <i>κελ</i>-[[αινός]] «[[σκουρόχρωμος]]», με [[τροπή]] του -<i>ε</i>- σε -<i>ι</i>- (κλειστοποίηση)<br />τα -<i>λλ</i>- ερμηνεύονται [[είτε]] ως [[εκφραστικός]] [[αναδιπλασιασμός]] [[είτε]] ως προερχόμενα από [[σύμπλεγμα]] -<i>λν</i>- ή -<i>λy</i>-]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:39, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A ass-coloured, grey, θερίστριον Eub.103, cf. Hsch., Phot., Eust.1057.56:—also κίλλιος, α, ον, Poll.7.56.
German (Pape)
[Seite 1438] ή, όν, = κίλλιος, Eubul. nach Schol. Il. 16, 234 εἶδος χρώματος; φαιοῦ Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
κιλλός: -ή, -όν, ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ ὄνου, φαιός, θερίστριον Εὔβουλ. ἐν «Στεφανοπώλισιν» 8· πρβλ. Ἡσύχ., Φώτ., Εὐστ. 1057. 56· ὡσαύτως κίλλιος, α, ον, Πολυδ. Ζ΄, 56.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
gris.
Étymologie: DELG étym. obsc.
Greek Monolingual
κιλλός, -ή, -όν (ΑΜ)
αυτός που έχει το χρώμα του όνου, σταχτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. προέρχεται πιθ. από το θ. κελ- του τ. κελ-αινός «σκουρόχρωμος», με τροπή του -ε- σε -ι- (κλειστοποίηση)
τα -λλ- ερμηνεύονται είτε ως εκφραστικός αναδιπλασιασμός είτε ως προερχόμενα από σύμπλεγμα -λν- ή -λy-].