κιθάριον: Difference between revisions
From LSJ
Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.
(6_22) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κιθάριον''': τό, μικρὰ [[κιθάρα]], ἡμαρτ. γραφ. ἀντὶ κιθάρειον κατὰ διόρθ. Casaub., Ἀθήν. 550A. | |lstext='''κιθάριον''': τό, μικρὰ [[κιθάρα]], ἡμαρτ. γραφ. ἀντὶ κιθάρειον κατὰ διόρθ. Casaub., Ἀθήν. 550A. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κιθάριον]], τὸ (Α)<br />υποκορ. του ψαριού [[κίθαρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κίθαρος]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ιον</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:39, 29 September 2017
English (LSJ)
τό, Dim. of
A κίθαρος 11, Ptol.Euerg.9J.
German (Pape)
[Seite 1437] τό, dim. von κιθάρα, Ath. XII, 550 a, l. d., Casaubon. emend. καθάριον.
Greek (Liddell-Scott)
κιθάριον: τό, μικρὰ κιθάρα, ἡμαρτ. γραφ. ἀντὶ κιθάρειον κατὰ διόρθ. Casaub., Ἀθήν. 550A.
Greek Monolingual
κιθάριον, τὸ (Α)
υποκορ. του ψαριού κίθαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κίθαρος + υποκορ. κατάλ. -ιον].