κατώγαιος: Difference between revisions

From LSJ

τὸν πυλῶνα καὶ τὸ ἐν αὐτῷ ἐμπέτασμα → the parodos gateway with its curtain

Source
(6_23)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατώγαιος''': κατώγειος, κατώγεως, ἴδε ἐν λ. [[κατάγειος]].
|lstext='''κατώγαιος''': κατώγειος, κατώγεως, ἴδε ἐν λ. [[κατάγειος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κατώγαιος]], -ον (ΑΜ)<br />[[κατάγειος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάτω]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γαιος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>γαῑα</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>από</i>-<i>γαιος</i>, <i>εύ</i>-<i>γαιος</i>].
}}
}}

Revision as of 06:40, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατώγαιος Medium diacritics: κατώγαιος Low diacritics: κατώγαιος Capitals: ΚΑΤΩΓΑΙΟΣ
Transliteration A: katṓgaios Transliteration B: katōgaios Transliteration C: katogaios Beta Code: katw/gaios

English (LSJ)

   A = κατάγειος, οἴκημα Alex.Trall.Febr.4: κατώγειος τόπος Gp.9.22.2: κατώγεως, Suid.

German (Pape)

[Seite 1406] = κατάγαιος, Alex. Trall.

Greek (Liddell-Scott)

κατώγαιος: κατώγειος, κατώγεως, ἴδε ἐν λ. κατάγειος.

Greek Monolingual

κατώγαιος, -ον (ΑΜ)
κατάγειος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + -γαιος (< γαῑα), πρβλ. από-γαιος, εύ-γαιος].