κατώγαιος
From LSJ
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
English (LSJ)
= κατάγειος, οἴκημα Alex.Trall.Febr.4: κατώγειος τόπος Gp.9.22.2: κατώγεως, Suid.
German (Pape)
[Seite 1406] = κατάγαιος, Alex. Trall.
Greek (Liddell-Scott)
κατώγαιος: κατώγειος, κατώγεως, ἴδε ἐν λ. κατάγειος.
Greek Monolingual
κατώγαιος, -ον (ΑΜ)
κατάγειος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + -γαιος (< γαῖα), πρβλ. απόγαιος, εύγαιος].