κίσθος: Difference between revisions

From LSJ

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363
(Bailly1_3)
(20)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />ciste, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG prob. emprunt d’origine inconnue.
|btext=ου (ὁ) :<br />ciste, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG prob. emprunt d’origine inconnue.
}}
{{grml
|mltxt=[[κίσθος]] και κισθός, ὁ (Α)<br />ο [[μικρός]] [[θάμνος]] [[κίστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. άγνωστης προελεύσεως].
}}
}}

Revision as of 06:40, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κίσθος Medium diacritics: κίσθος Low diacritics: κίσθος Capitals: ΚΙΣΘΟΣ
Transliteration A: kísthos Transliteration B: kisthos Transliteration C: kisthos Beta Code: ki/sqos

English (LSJ)

(Dsc. (v. infr.), Hsch.) or κισθός, ὁ,

   A rock-rose, Eup.14.5, Mnesim.4.63 (anap.), prob.l.for κισσός in Thphr.HP6.1.4, 6.2.1,2; κ. ἄρρην, = Cistus villosus, κ. θῆλυς, = C. salvifolius, Dsc.1.97: κίστος, Hp.Liqu.5, Gal.12.27:—Dsc.l.c.sq. distinguishes the species κίσθαρος or κίσσαρος from λῆδον, cf. Gal.12.28.

German (Pape)

[Seite 1442] ὁ, dasselbe; Mnesimach. bei Ath. IX, 403 d; Theophr.; auch κισθός geschrieben; Eupolis bei Plut. Symp. 4, 1, 3.

Greek (Liddell-Scott)

κίσθος: ἢ κισθός, ὁ, cistus, μικρὸς θάμνος φέρων ἄνθη, Εὔπολ. ἐν «Αἰξὶν» 1. 5, Μνησίμ. ἐν «Ἱπποτρόφῳ» 1. 63, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 1, 4· φέρεται καὶ κίστος, Διοσκ. 1. 126, κτλ., ἀλλ’ ἰδὲ Ἡσύχ.· ― ὁ Διοσκ. ἔνθ’ ἀνωτ., κἑξ., διακρίνει τὰ εἴδη κίσθαρος ἢ κίσσαρος τοῦ λήδου, πρβλ. Γαλην. 13. 191.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
ciste, plante.
Étymologie: DELG prob. emprunt d’origine inconnue.

Greek Monolingual

κίσθος και κισθός, ὁ (Α)
ο μικρός θάμνος κίστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. άγνωστης προελεύσεως].