κολοσσοποιός: Difference between revisions

From LSJ

ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.

Source
(6_17)
(21)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κολοσσοποιός''': -όν, κατασκευάζων κολοσσιαῖα ἀγάλματα ἢ ἀνδριάντας, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἡλιοδ. Ὀπτικ.
|lstext='''κολοσσοποιός''': -όν, κατασκευάζων κολοσσιαῖα ἀγάλματα ἢ ἀνδριάντας, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἡλιοδ. Ὀπτικ.
}}
{{grml
|mltxt=[[κολοσσοποιός]], ὁ (Α)<br />αυτός που κατασκευάζει κολοσσούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κολοσσός]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ποιῶ</i>) <b>[[πρβλ]].</b> <i>ανδριαντο</i>-[[ποιός]], <i>οινο</i>-[[ποιός]].
}}
}}

Revision as of 06:40, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κολοσσοποιός Medium diacritics: κολοσσοποιός Low diacritics: κολοσσοποιός Capitals: ΚΟΛΟΣΣΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: kolossopoiós Transliteration B: kolossopoios Transliteration C: kolossopoios Beta Code: kolossopoio/s

English (LSJ)

ὁ,

   A maker of colossal statues, Hero *Deff.135.13.

German (Pape)

[Seite 1475] Kolosse machend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κολοσσοποιός: -όν, κατασκευάζων κολοσσιαῖα ἀγάλματα ἢ ἀνδριάντας, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἡλιοδ. Ὀπτικ.

Greek Monolingual

κολοσσοποιός, ὁ (Α)
αυτός που κατασκευάζει κολοσσούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κολοσσός + -ποιός (< ποιῶ) πρβλ. ανδριαντο-ποιός, οινο-ποιός.