κοιλοστόμαχος: Difference between revisions

From LSJ

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source
(6_1)
 
(21)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''κοιλοστόμαχος''': [[διάθεσις]], ἡ, τὸ αἰσθάνεσθαι κενότητα ἐσωτερικῶς, Ψευδο-Ἱππ. ἐν Boisson. Ἀνεκδ. 3. 428.
|lstext='''κοιλοστόμαχος''': [[διάθεσις]], ἡ, τὸ αἰσθάνεσθαι κενότητα ἐσωτερικῶς, Ψευδο-Ἱππ. ἐν Boisson. Ἀνεκδ. 3. 428.
}}
{{grml
|mltxt=[[κοιλοστόμαχος]], ἡ (Α)<br /><b>φρ.</b> «[[κοιλοστόμαχος]] [[διάθεσις]]» — η [[αίσθηση]] της κενότητας του στομαχιού, το να αισθάνεται [[κάποιος]] [[κενό]] το [[στομάχι]] («διάρροιαι καὶ δυσεντερίαι... καὶ κοιλιακαὶ διαθέσεις [[οἷον]] εἰπεῖν... κοιλοστόμαχοι»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοῖλος]] <span style="color: red;">+</span> [[στόμαχος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ευ</i>-[[στόμαχος]], <i>κακο</i>-[[στόμαχος]])].
}}
}}

Revision as of 06:41, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

κοιλοστόμαχος: διάθεσις, ἡ, τὸ αἰσθάνεσθαι κενότητα ἐσωτερικῶς, Ψευδο-Ἱππ. ἐν Boisson. Ἀνεκδ. 3. 428.

Greek Monolingual

κοιλοστόμαχος, ἡ (Α)
φρ. «κοιλοστόμαχος διάθεσις» — η αίσθηση της κενότητας του στομαχιού, το να αισθάνεται κάποιος κενό το στομάχι («διάρροιαι καὶ δυσεντερίαι... καὶ κοιλιακαὶ διαθέσεις οἷον εἰπεῖν... κοιλοστόμαχοι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + στόμαχος (πρβλ. ευ-στόμαχος, κακο-στόμαχος)].