ἴκελος: Difference between revisions

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
(SL_1)
(17)
Line 24: Line 24:
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>ῐκελος</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> resembling c. gen. ὑποφάτιες, ὀργαῖς ἀτενὲς ἀλωπέκων ἴκελοι (P. 2.77)
|sltr=<b>ῐκελος</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> resembling c. gen. ὑποφάτιες, ὀργαῖς ἀτενὲς ἀλωπέκων ἴκελοι (P. 2.77)
}}
{{grml
|mltxt=[[ἴκελος]], -έλη, -ον (Α)<br />(ποιητ. και ιων. τ.) <b>βλ.</b> [[είκελος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἰκέλως</i> (Α)<br />(με δοτ.) με τον ίδιο τρόπο, όμοια με...<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἴκ</i>-<i>ελος</i><br />η λ. εμφανίζει τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>ἰκ</i>- της ρίζας <i>weik</i>- «αποδεικνύομαι [[αληθής]]» τών ρ. [[εικάζω]], [[έοικα]]. Το [[επίθημα]] -<i>ελος</i> εμφανίζεται [[κυρίως]] σε μεταρρηματικά παράγωγα (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ευτράπ</i>-<i>ελος</i>, <i>στυφ</i>-<i>ελός</i>). Ο τ. [[ίκελος]] έχει παράλληλο τ. [[είκελος]], ο [[οποίος]] εμφανίζεται σπανιότερα από τον πρώτο, [[εκτός]] από τον Όμηρο, στον οποίο χρησιμοποιούνται και οι δύο λ. με την [[ίδια]] [[συχνότητα]]].
}}
}}

Revision as of 06:41, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἴκελος Medium diacritics: ἴκελος Low diacritics: ίκελος Capitals: ΙΚΕΛΟΣ
Transliteration A: íkelos Transliteration B: ikelos Transliteration C: ikelos Beta Code: i)/kelos

English (LSJ)

[ῐ], η, ον, poet. and Ion. form of εἴκελος,

   A like, resembling, τινι Il.11.467, al., Hes.Sc.198, Sapph.Supp.20b.1, B.Fr.19, Hdt.3.81, Hp.Epid.3.4, Ar.Av.575, Theoc.2.51, etc.; ὀργαῖς ἀλωπέκων ἰ. like foxes in disposition, Pi.P.2.77; ἐπιθυμίη κυνὶ ἰ. Democr.224: c. gen., θέας ἰκέλαν dub. in Sapph.Supp.25.4. Adv. ἱκᾰν-λως, c. dat., in the same way as, Hp.Gland.8, Diotog. ap. Stob.4.1.133.

German (Pape)

[Seite 1247] p. u. ion. = εἴκελος, ähnlich, τινί, Il. 11, 467; Hes. O. 70 u. sp. D., wie Ap. Rh. 2, 600; Her. 3, 81; – τινός, ὀργαῖς ἀλωπέκων ἴκελοι Pind. P. 2, 77. – Adv., Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἴκελος: ῐ, η, ον, ποιητ. καὶ Ἰωνικ. τύπος τοῦ εἴκελος, ὅμοιος, ὁμοιάζων, τινι Ἰλ. Λ. 467, κ. ἀλλ., Ἡρόδ. 3. 81, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Γ΄, 1082, κτλ.· ὀργαῖς... ἀλωπέκων ἴκελοι, «τοῖς τῶν ἀλωπέκων τρόποις ὅμοιοι» (Σχόλ.), Πινδ. Π. 2. 141. ― Ἐπίρρ. -λως, Ἱππ. 272.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
semblable à, τινι.
Étymologie: R. Ϝικ, v. *εἴκω.

English (Autenrieth)

(ϝικ.), like, resembling.

English (Slater)

ῐκελος
   1 resembling c. gen. ὑποφάτιες, ὀργαῖς ἀτενὲς ἀλωπέκων ἴκελοι (P. 2.77)

Greek Monolingual

ἴκελος, -έλη, -ον (Α)
(ποιητ. και ιων. τ.) βλ. είκελος.
επίρρ...
ἰκέλως (Α)
(με δοτ.) με τον ίδιο τρόπο, όμοια με...
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴκ-ελος
η λ. εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα ἰκ- της ρίζας weik- «αποδεικνύομαι αληθής» τών ρ. εικάζω, έοικα. Το επίθημα -ελος εμφανίζεται κυρίως σε μεταρρηματικά παράγωγα (πρβλ. ευτράπ-ελος, στυφ-ελός). Ο τ. ίκελος έχει παράλληλο τ. είκελος, ο οποίος εμφανίζεται σπανιότερα από τον πρώτο, εκτός από τον Όμηρο, στον οποίο χρησιμοποιούνται και οι δύο λ. με την ίδια συχνότητα].