λειοτριβής: Difference between revisions
From LSJ
Κατηγορεῖν οὐκ ἔστι καὶ κρίνειν ὁμοῦ → Iudex et accusator esse idem nequit → Wer anklagt, darf nicht auch noch Richter sein zugleich
(Bailly1_3) |
(22) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=[ῐ] ής, ές :<br />réduit en poudre fine, Diosc.<br />'''Étymologie:''' [[λεῖος]], [[τρίβω]]. | |btext=[ῐ] ής, ές :<br />réduit en poudre fine, Diosc.<br />'''Étymologie:''' [[λεῖος]], [[τρίβω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές (Α [[λειοτριβής]], -ές)<br />αυτός που με την [[τριβή]] έχει μεταβληθεί σε [[σκόνη]], κονιοποιημένος, ψιλοκοπανισμένος, [[ψιλοαλεσμένος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λεῖος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τριβής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρίβω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-<i>τριβής</i>, <i>εν</i>-<i>τριβής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:42, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 24] ές, glatt zerrieben, od. sein zerrieben, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
λειοτριβής: -ές, λείως τετριμμένος, λεῖος, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Διοσκ.
French (Bailly abrégé)
[ῐ] ής, ές :
réduit en poudre fine, Diosc.
Étymologie: λεῖος, τρίβω.
Greek Monolingual
-ές (Α λειοτριβής, -ές)
αυτός που με την τριβή έχει μεταβληθεί σε σκόνη, κονιοποιημένος, ψιλοκοπανισμένος, ψιλοαλεσμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + -τριβής (< τρίβω), πρβλ. α-τριβής, εν-τριβής].