λείρινος: Difference between revisions
From LSJ
Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft
(6_11) |
(22) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λείρῐνος''': -η, -ον, πεποιημένος ἐκ λειρίων, κρίνων, [[χρῖσμα]] Διοσκ. 3. 116. ΙΙ. ὡς [[κρίνον]], [[ἄνθος]] Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 18. 11. | |lstext='''λείρῐνος''': -η, -ον, πεποιημένος ἐκ λειρίων, κρίνων, [[χρῖσμα]] Διοσκ. 3. 116. ΙΙ. ὡς [[κρίνον]], [[ἄνθος]] Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 18. 11. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λείρινος]], -ίνη, -ον (Α) [[λείριον]]<br /><b>1.</b> κατασκευασμένος από [[κρίνα]] («[[ἔλαιον]] λείρινον», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που μοιάζει με [[κρίνο]]<br /><b>3.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[κρίνο]] («[[άνθος]] λείρινον», Θεόφρ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:42, 29 September 2017
English (LSJ)
η, ον,
A made of lilies, χρῖσμα Dsc.3.102; ἔλαιον Gal.19.119. II like a lily, ἄνθος prob. in Thphr.HP3.18.11.
German (Pape)
[Seite 26] von Lilien gemacht, Diosc., auch ἄνθος, lilienartig, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
λείρῐνος: -η, -ον, πεποιημένος ἐκ λειρίων, κρίνων, χρῖσμα Διοσκ. 3. 116. ΙΙ. ὡς κρίνον, ἄνθος Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 18. 11.
Greek Monolingual
λείρινος, -ίνη, -ον (Α) λείριον
1. κατασκευασμένος από κρίνα («ἔλαιον λείρινον», Γαλ.)
2. αυτός που μοιάζει με κρίνο
3. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κρίνο («άνθος λείρινον», Θεόφρ.).