λαισήιον: Difference between revisions
τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud
(Autenrieth) |
(22) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=[[light]] [[shield]] or [[target]]; λαισήια πτερόεντα, [[perhaps]] so called on [[account]] of the ‘fluttering’ [[apron]] of [[untanned]] [[leather]] ([[λάσιος]]) [[hanging]] [[from]] the [[shield]]. (See [[adjoining]] [[cut]] and esp. No. 79.) | |auten=[[light]] [[shield]] or [[target]]; λαισήια πτερόεντα, [[perhaps]] so called on [[account]] of the ‘fluttering’ [[apron]] of [[untanned]] [[leather]] ([[λάσιος]]) [[hanging]] [[from]] the [[shield]]. (See [[adjoining]] [[cut]] and esp. No. 79.) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λαισήιον]], τὸ (Α)<br />[[είδος]] μικρής ελαφριάς δερμάτινης ασπίδας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ήιον</i>, που χαρακτηρίζει ονομ. σκευών (<b>[[πρβλ]].</b> <i>χαλκ</i>-<i>ήιον</i>), και συνδέεται πιθ. με τη λ. [[λάσιος]]. Κατ' άλλους, πρόκειται για δάνεια λ. μικρασιατικής (ίσὼς κιλικικής) προελεύσεως]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:42, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
λαισήιον: τό, εἶδος μικρᾶς ἀσπίδος ἐλαφροτέρας τῆς συνήθους, βοείας ἀσπίδας εὐκύκλους λαισήϊά τε πτερόεντα Ἰλ. Ε. 453., Μ. 426, πρβλ. Σχόλ. ἐν Ἀθην. 695Ϝ· ―κατὰ τὸν Ἡρόδ. 7. 91, ἦτο κεκαλυμμένη δι’ ὠμῶν καὶ ἀκατεργάστων δερμάτων (πιθ. ἑπομ. παράγεται ἐκ τοῦ λάσιος), καὶ ἦν ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Κίλιξιν ἀντὶ τῆς συνήθους ἀσπίδος· Müller Archäol. d. Kunst § 342. 6.
English (Autenrieth)
light shield or target; λαισήια πτερόεντα, perhaps so called on account of the ‘fluttering’ apron of untanned leather (λάσιος) hanging from the shield. (See adjoining cut and esp. No. 79.)
Greek Monolingual
λαισήιον, τὸ (Α)
είδος μικρής ελαφριάς δερμάτινης ασπίδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει επίθημα -ήιον, που χαρακτηρίζει ονομ. σκευών (πρβλ. χαλκ-ήιον), και συνδέεται πιθ. με τη λ. λάσιος. Κατ' άλλους, πρόκειται για δάνεια λ. μικρασιατικής (ίσὼς κιλικικής) προελεύσεως].