λευκόχρους: Difference between revisions

From LSJ

ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → silence is evidence of unwillingness (Menander)

Source
(Bailly1_3)
(23)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=ους, ουν :<br />de couleur blanche.<br />'''Étymologie:''' [[λευκός]], [[χρόα]].
|btext=ους, ουν :<br />de couleur blanche.<br />'''Étymologie:''' [[λευκός]], [[χρόα]].
}}
{{grml
|mltxt=-ουν (ΑΜ [[λευκόχρους]], -ουν, Α και -οος, -οον)<br />αυτός που έχει [[λευκό]] [[χρώμα]], [[άσπρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λευκ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χρους</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>χροος</i> <span style="color: red;"><</span> [[χρώς]] «[[χρώμα]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ερυθρό</i>-<i>χρους</i>].
}}
}}

Revision as of 06:44, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 35] οος, dasselbe, λευκόχροα κόμαν, weißes Haar, Eur. Phoen. 322.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
de couleur blanche.
Étymologie: λευκός, χρόα.

Greek Monolingual

-ουν (ΑΜ λευκόχρους, -ουν, Α και -οος, -οον)
αυτός που έχει λευκό χρώμα, άσπρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)- + -χρους (< -χροος < χρώς «χρώμα»), πρβλ. ερυθρό-χρους].