μεγαλόδηλος: Difference between revisions

From LSJ

πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → the critical moment will turn out to be the teacher of many things

Source
(6_16)
(24)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεγᾰλόδηλος''': -ον, [[ἔκδηλος]], [[κατάδηλος]], [[φανερός]], [[καταφανής]], Πορφύρ. Ὁμ. Ζητ. 28.
|lstext='''μεγᾰλόδηλος''': -ον, [[ἔκδηλος]], [[κατάδηλος]], [[φανερός]], [[καταφανής]], Πορφύρ. Ὁμ. Ζητ. 28.
}}
{{grml
|mltxt=[[μεγαλόδηλος]], -ον (Α)<br />πολύ [[φανερός]], [[καταφανής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[δῆλος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>πρό</i>-<i>δηλος</i>)].
}}
}}

Revision as of 06:46, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλόδηλος Medium diacritics: μεγαλόδηλος Low diacritics: μεγαλόδηλος Capitals: ΜΕΓΑΛΟΔΗΛΟΣ
Transliteration A: megalódēlos Transliteration B: megalodēlos Transliteration C: megalodilos Beta Code: megalo/dhlos

English (LSJ)

ον,

   A quite evident, manifest, Sch.B Il.11.155.

German (Pape)

[Seite 106] ganz offenbar, ganz deutlich, Porphyr. qu. Hom. 28.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλόδηλος: -ον, ἔκδηλος, κατάδηλος, φανερός, καταφανής, Πορφύρ. Ὁμ. Ζητ. 28.

Greek Monolingual

μεγαλόδηλος, -ον (Α)
πολύ φανερός, καταφανής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -δῆλος (πρβλ. πρό-δηλος)].