λεχαῖος: Difference between revisions
ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)
(Bailly1_3) |
(23) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=α, ον :<br />couché dans le nid.<br />'''Étymologie:''' [[λέχος]]. | |btext=α, ον :<br />couché dans le nid.<br />'''Étymologie:''' [[λέχος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=λεχαῑος, -αία, -ον (Α) [[λέχος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε [[κλίνη]]<br /><b>2.</b> αυτός που βρίσκεται [[πάνω]] ή [[μέσα]] σε [[φωλιά]] («τέκνων ὑπερδέδοικε λεχαίων», <b>Αισχύλ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:47, 29 September 2017
English (LSJ)
α, ον, (
A λέχος 1) of or for a couch, φυλλάς A.R.1.1182, cf. Theognost.Can.9. II (λέχος 4) in the nest, τέκνων ὑπερδέδοικε λεχαίων for her nestlings, A.Th.292 (Lachm., for λεχέων).
German (Pape)
[Seite 36] im Bette, im Lager, τέκνων ὑπερδέδοικεν λεχαίων πελειάς Aesch. Spt. 274, die Jungen im Neste; auch φυλλάς, zum Lager, Ap. Rh. 1, 1182.
Greek (Liddell-Scott)
λεχαῖος: -α, -ον, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κλίνην ἢ ἀνάκλιντρον, φυλλὰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1182, πρβλ. Θεογνώστ. Καν. σ. 9. 30. ΙΙ. ὁ ἐντὸς ἢ ἐπὶ τῆς κλίνης, τέκνων ὑπερδέδοικε λεχαίων, τῶν ἐν τῇ καλιᾷ Αἰσχύλ. Θήβ. 292, κατὰ τὸν Lachm. (ἀντὶ λεχέων), ὅπως συμφωνήσῃ πρὸς τε τὸ μέτρον καὶ τὴν ἔννοιαν.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
couché dans le nid.
Étymologie: λέχος.
Greek Monolingual
λεχαῑος, -αία, -ον (Α) λέχος
1. αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε κλίνη
2. αυτός που βρίσκεται πάνω ή μέσα σε φωλιά («τέκνων ὑπερδέδοικε λεχαίων», Αισχύλ.).