μονόζωστος: Difference between revisions

From LSJ

Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt

Menander, Monostichoi, 492
(6_16)
(25)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μονόζωστος''': -ον, = [[μονόζωνος]] Ι, Ἑρμησιάναξ 5. 7.
|lstext='''μονόζωστος''': -ον, = [[μονόζωνος]] Ι, Ἑρμησιάναξ 5. 7.
}}
{{grml
|mltxt=[[μονόζωστος]], -ον (Α)<br />αυτός που [[φορά]] μία [[ζώνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ζωστος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ζώννυμι]] «[[ζώνω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>εύ</i>-<i>ζωστος</i>, <i>λινό</i>-<i>ζωστος</i>].
}}
}}

Revision as of 06:47, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονόζωστος Medium diacritics: μονόζωστος Low diacritics: μονόζωστος Capitals: ΜΟΝΟΖΩΣΤΟΣ
Transliteration A: monózōstos Transliteration B: monozōstos Transliteration C: monozostos Beta Code: mono/zwstos

English (LSJ)

ον,

   A = μονόζωνος 1, Hermesian.7.7.

German (Pape)

[Seite 203] = μονόζωνος, allein, Hermesian. bei Ath. XIII, 597 b.

Greek (Liddell-Scott)

μονόζωστος: -ον, = μονόζωνος Ι, Ἑρμησιάναξ 5. 7.

Greek Monolingual

μονόζωστος, -ον (Α)
αυτός που φορά μία ζώνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -ζωστος (< ζώννυμι «ζώνω»), πρβλ. εύ-ζωστος, λινό-ζωστος].