μεταφύομαι: Difference between revisions

From LSJ
Sophocles, Antigone, 883
(6_14)
(25)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεταφύομαι''': μέσ. μετ’ ἀορ. β΄ μετέφῡν, ἀπαρ. -φῦναι· πρκμ. -πέφῡκα· - [[γίνομαι]]... διὰ μεταβολῆς, μετατρέπομαι εἰς..., ἀλλοῖοι μετέφυν Ἐμπεδ. 376· ἀνδρῶν ὅσοι δειλοὶ [ἦσαν] γυναῖκες μετεφύοντο, μετεβάλλοντο εἰς γυναῖκας, Πλάτ. Τίμ. 90Ε. 2) φύομαι [[μετὰ]] [[ταῦτα]], «φυτρώνω» κατόπιν, οἱ μεταφύντες (δηλ. ὀδόντες) Ἱππ. 251. 54.
|lstext='''μεταφύομαι''': μέσ. μετ’ ἀορ. β΄ μετέφῡν, ἀπαρ. -φῦναι· πρκμ. -πέφῡκα· - [[γίνομαι]]... διὰ μεταβολῆς, μετατρέπομαι εἰς..., ἀλλοῖοι μετέφυν Ἐμπεδ. 376· ἀνδρῶν ὅσοι δειλοὶ [ἦσαν] γυναῖκες μετεφύοντο, μετεβάλλοντο εἰς γυναῖκας, Πλάτ. Τίμ. 90Ε. 2) φύομαι [[μετὰ]] [[ταῦτα]], «φυτρώνω» κατόπιν, οἱ μεταφύντες (δηλ. ὀδόντες) Ἱππ. 251. 54.
}}
{{grml
|mltxt=[[μεταφύομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[γίνομαι]] με [[μεταβολή]], μετατρέπομαι, μεταβάλλομαι σε [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>2.</b> [[φυτρώνω]] [[κατόπιν]].
}}
}}

Revision as of 06:47, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταφύομαι Medium diacritics: μεταφύομαι Low diacritics: μεταφύομαι Capitals: ΜΕΤΑΦΥΟΜΑΙ
Transliteration A: metaphýomai Transliteration B: metaphyomai Transliteration C: metafyomai Beta Code: metafu/omai

English (LSJ)

Med., c. aor. 2 Act. -έφῡν: pf. πέφῡκα:—

   A become by change, ἀλλοῖοι μετέφυν Emp.108.1, cf. Hierocl in CA 20p.462M.; ἀνδρῶν ὅσοι δειλοὶ [ἦσαν] γυναῖκες μετεφύοντο ἐν τῇ δευτέρα γενέσει Pl. Ti.90e; Εὔφορβος γεγονέναι μεταφῦναί τε Ἴων ἐκ Τρωός Philostr.Her. 17.    2 grow after, οἱ μεταφύντες (sc. ὀδόντες) Hp.Carn. 12 (-φύοντες codd., v. l. -φυέοντες, fort. -φυέντες).

Greek (Liddell-Scott)

μεταφύομαι: μέσ. μετ’ ἀορ. β΄ μετέφῡν, ἀπαρ. -φῦναι· πρκμ. -πέφῡκα· - γίνομαι... διὰ μεταβολῆς, μετατρέπομαι εἰς..., ἀλλοῖοι μετέφυν Ἐμπεδ. 376· ἀνδρῶν ὅσοι δειλοὶ [ἦσαν] γυναῖκες μετεφύοντο, μετεβάλλοντο εἰς γυναῖκας, Πλάτ. Τίμ. 90Ε. 2) φύομαι μετὰ ταῦτα, «φυτρώνω» κατόπιν, οἱ μεταφύντες (δηλ. ὀδόντες) Ἱππ. 251. 54.

Greek Monolingual

μεταφύομαι (Α)
1. γίνομαι με μεταβολή, μετατρέπομαι, μεταβάλλομαι σε κάτι άλλο
2. φυτρώνω κατόπιν.