ἀκρόαμα: Difference between revisions

From LSJ

ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself

Source
(big3_2)
(2)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> lat. acroama</i> Cic.<i>Sest</i>.54.116<br /><b class="num">1</b> [[cosa que se oye o escucha]], [[audición]] ἥδιστον [[ἀκρόαμα]], ἔπαινος X.<i>Hier</i>.1.14, de un discurso ἀ. [[βαρύ]] Aeschin.3.241<br /><b class="num">•</b>esp. [[conciertos o recitales musicales]] ofrecidos durante banquetes o festividades θεάματα καὶ ἀκροάματα ἥδιστα παρέχεις X.<i>Smp</i>.2.2, ἀκροάματα καὶ ὁράματα Arist.<i>EN</i> 1173<sup>b</sup>18, Διονυσιακά Epicur.<i>Fr</i>.[12] 2.2, cf. Plu.2.711b, Epicur.<i>Fr</i>.[22] 1.8, ἀκροάματα καὶ πότοι Plb.31.25.4.<br /><b class="num">2</b> artista como término gener. que incluye cantantes, músicos, actores, mimos, bailarines, etc., frec. contratados con ocasión de festividades o celebraciones ἐπείσακτα ἀκροάματα Plb.4.20.10, cf. 16.21.12, τὰς αὐλητρίδας καὶ τὰς ψαλτρίας καὶ πάντα τὰ τοιαῦτα τῶν ἀκροαμάτων Phylarch.66, παρεχέτω δε καὶ ἀκροάματα αὐλητὴν συριστὴν κιθαριστήν <i>IM</i> 98.45 (II a.C.), ἐξαπέστειλαν δὲ ἀκροάματα τὰ συναυξήσοντα τὰς τοῦ θεοῦ ἁμέρας <i>FD</i> 2.47.20 (II a.C.), ἀ. δ' ἦν ὁ Κάνος εὐδοκιμούμενον Plu.<i>Galb</i>.16, τὸν ἐπιδημήσαντα ὀρχηστὴν καὶ τἄλλα ἀκροάματα πάντα <i>IStratonikeia</i> 199.3, cf. 668.5 (ambos II d.C.), Cic.l.c., Robert, <i>OMS</i> 1.671 (Atenas II/III d.C.).
|dgtxt=-ματος, τό<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> lat. acroama</i> Cic.<i>Sest</i>.54.116<br /><b class="num">1</b> [[cosa que se oye o escucha]], [[audición]] ἥδιστον [[ἀκρόαμα]], ἔπαινος X.<i>Hier</i>.1.14, de un discurso ἀ. [[βαρύ]] Aeschin.3.241<br /><b class="num">•</b>esp. [[conciertos o recitales musicales]] ofrecidos durante banquetes o festividades θεάματα καὶ ἀκροάματα ἥδιστα παρέχεις X.<i>Smp</i>.2.2, ἀκροάματα καὶ ὁράματα Arist.<i>EN</i> 1173<sup>b</sup>18, Διονυσιακά Epicur.<i>Fr</i>.[12] 2.2, cf. Plu.2.711b, Epicur.<i>Fr</i>.[22] 1.8, ἀκροάματα καὶ πότοι Plb.31.25.4.<br /><b class="num">2</b> artista como término gener. que incluye cantantes, músicos, actores, mimos, bailarines, etc., frec. contratados con ocasión de festividades o celebraciones ἐπείσακτα ἀκροάματα Plb.4.20.10, cf. 16.21.12, τὰς αὐλητρίδας καὶ τὰς ψαλτρίας καὶ πάντα τὰ τοιαῦτα τῶν ἀκροαμάτων Phylarch.66, παρεχέτω δε καὶ ἀκροάματα αὐλητὴν συριστὴν κιθαριστήν <i>IM</i> 98.45 (II a.C.), ἐξαπέστειλαν δὲ ἀκροάματα τὰ συναυξήσοντα τὰς τοῦ θεοῦ ἁμέρας <i>FD</i> 2.47.20 (II a.C.), ἀ. δ' ἦν ὁ Κάνος εὐδοκιμούμενον Plu.<i>Galb</i>.16, τὸν ἐπιδημήσαντα ὀρχηστὴν καὶ τἄλλα ἀκροάματα πάντα <i>IStratonikeia</i> 199.3, cf. 668.5 (ambos II d.C.), Cic.l.c., Robert, <i>OMS</i> 1.671 (Atenas II/III d.C.).
}}
{{grml
|mltxt=το (Α [[ἀκρόαμα]])<br />αυτό που ακούει [[κανείς]] ([[κυρίως]] για [[ευχαρίστηση]], μουσικό [[κομμάτι]] ή [[απαγγελία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>τὰ ἀκροάματα</i><br />αυτά που απαγγέλλουν ή τραγουδούν, [[κυρίως]] [[κατά]] τη [[διάρκεια]] δείπνου ή συμποσίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκροῶμαι</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ακροαματικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ακροαματισμός]], [[ακρομάζομαι]]].
}}
}}

Revision as of 06:49, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκρόᾱμα Medium diacritics: ἀκρόαμα Low diacritics: ακρόαμα Capitals: ΑΚΡΟΑΜΑ
Transliteration A: akróama Transliteration B: akroama Transliteration C: akroama Beta Code: a)kro/ama

English (LSJ)

ατος, τό,

   A anything heard, esp. with pleasure, piece read, recited, played or sung, X.Smp.2.2, Hier.1.14; ἀ. καὶ ὁράματα Arist.EN1173b18; ἀ. καὶ πότοι Plb.31.25.4.    II pl. for concrete, lecturers, singers, or players, esp. during meals, Phylarch.62, BCH30.272 (Delph.), Plb.4.20.10, 16.21.12; soin Lat., acroama Cic.Sest.54.116, etc.

German (Pape)

[Seite 82] τό, 1) das Gehörte, Aesch. 3, 241; bes. das, was man gern hört, Ohrenschmaus, Xen. Hier. 1, 14; Men. 2, 1, 31; θεάματα καὶ ἀκρ. Conv. 2, 2. – 2) Leute, die sich hören lassen, wie αὐλῃτρίδεσκαὶ ψάλτριαι, Athen. XII, 526 c; von Sängern, Pol. 16, 21, 12, von Schauspielern, Vorlesern n. dgl., Plut. Galb. 16; Ath. IX, 148 c.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρόᾱμα: -ατος, τό, (ἀκροάομαι) Λατ. acroama, ὅμοιον τῷ ἄκουσμα, πᾶν τὸ ἀκουόμενον, ἰδίως μετὰ τέρψεως, πᾶν τὸ ἀναγινωσκόμενον, ἀπαγγελόμενον, κρουόμενον ἢ ἀδόμενον, ὡς π.χ. δρᾶμα, μέλος, κτλ., Ξεν. Συμπ. 2, 2, Ἱέρ. 1, 14, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 3, 7, καὶ συχνὸν ἀπὸ τοῦ Πολυβ. καὶ ἑξῆς. ΙΙ. κατὰ πληθυντ., ἀντὶ τοῦ συγκεκριμένου, οἱ ἀπαγγέλλοντες, οἱ διδάσκοντες, οἱ ἀοιδοί, οἱ ἠθοποιοί, μάλιστα ἐν τοῖς δείπνοις, Πολύβ. 16. 21, 12, καὶ ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
ce que l’on entend avec plaisir, ce qui charme l’oreille (parole, chant, etc.).
Étymologie: ἀκροάομαι.

Spanish (DGE)

-ματος, τό

• Alolema(s): lat. acroama Cic.Sest.54.116
1 cosa que se oye o escucha, audición ἥδιστον ἀκρόαμα, ἔπαινος X.Hier.1.14, de un discurso ἀ. βαρύ Aeschin.3.241
esp. conciertos o recitales musicales ofrecidos durante banquetes o festividades θεάματα καὶ ἀκροάματα ἥδιστα παρέχεις X.Smp.2.2, ἀκροάματα καὶ ὁράματα Arist.EN 1173b18, Διονυσιακά Epicur.Fr.[12] 2.2, cf. Plu.2.711b, Epicur.Fr.[22] 1.8, ἀκροάματα καὶ πότοι Plb.31.25.4.
2 artista como término gener. que incluye cantantes, músicos, actores, mimos, bailarines, etc., frec. contratados con ocasión de festividades o celebraciones ἐπείσακτα ἀκροάματα Plb.4.20.10, cf. 16.21.12, τὰς αὐλητρίδας καὶ τὰς ψαλτρίας καὶ πάντα τὰ τοιαῦτα τῶν ἀκροαμάτων Phylarch.66, παρεχέτω δε καὶ ἀκροάματα αὐλητὴν συριστὴν κιθαριστήν IM 98.45 (II a.C.), ἐξαπέστειλαν δὲ ἀκροάματα τὰ συναυξήσοντα τὰς τοῦ θεοῦ ἁμέρας FD 2.47.20 (II a.C.), ἀ. δ' ἦν ὁ Κάνος εὐδοκιμούμενον Plu.Galb.16, τὸν ἐπιδημήσαντα ὀρχηστὴν καὶ τἄλλα ἀκροάματα πάντα IStratonikeia 199.3, cf. 668.5 (ambos II d.C.), Cic.l.c., Robert, OMS 1.671 (Atenas II/III d.C.).

Greek Monolingual

το (Α ἀκρόαμα)
αυτό που ακούει κανείς (κυρίως για ευχαρίστηση, μουσικό κομμάτι ή απαγγελία
αρχ.
στον πληθ. τὰ ἀκροάματα
αυτά που απαγγέλλουν ή τραγουδούν, κυρίως κατά τη διάρκεια δείπνου ή συμποσίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκροῶμαι.
ΠΑΡ. ακροαματικός
νεοελλ.
ακροαματισμός, ακρομάζομαι].