ἀκύκλιος: Difference between revisions
From LSJ
ἐν γὰρ χερσὶ τέλος πολέμου, ἐπέων δ' ἐνὶ βουλῇ → War finds its end in arms, words find their end in debate (Iliad 16.630)
(big3_2) |
(2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[que no tiene una formación completa]], [[ignorante]] Pl.Com.251. | |dgtxt=-ον<br />[[que no tiene una formación completa]], [[ignorante]] Pl.Com.251. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀκύκλιος]], -ον (Α) [[κύκλιος]]<br />αυτός που δεν έχει κάνει τον κύκλο τών σπουδών του (αντίθ. του [[εγκύκλιος]]). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:49, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A one who has not gone the round of studies, opp. ἐγκύκλιος, Pl.Com.227. ἀκύκλωτος, ον, not surrounded, Tz.H. 8.596. ἀκυλαῖον, τό, = ἄκυλος, Orac. ap. Eus.PE4.20. ἀκυλεής· ἀετός, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκύκλιος: -ον, ὁ μὴ διελθὼν τὸν κύκλον τῶν σπουδῶν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐγκύκλιος, Πλάτ. Κωμ. Ἄδηλ. 62.
Spanish (DGE)
-ον
que no tiene una formación completa, ignorante Pl.Com.251.
Greek Monolingual
ἀκύκλιος, -ον (Α) κύκλιος
αυτός που δεν έχει κάνει τον κύκλο τών σπουδών του (αντίθ. του εγκύκλιος).