ἀλεία: Difference between revisions
From LSJ
τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand
(2) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἁλεία]], η (Α)<br />η [[αλιεία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος τ. της λ. [[ἁλιεία]], <b>[[πρβλ]].</b> και το [[σχήμα]] <i>ὑγιεία</i>-[[ὑγεία]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αλειά]]]. | |mltxt=[[ἁλεία]], η (Α)<br />η [[αλιεία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος τ. της λ. [[ἁλιεία]], <b>[[πρβλ]].</b> και το [[σχήμα]] <i>ὑγιεία</i>-[[ὑγεία]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αλειά]]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η [[ἁλεία]]<br />η [[συγκομιδή]] από το [[ψάρεμα]], τα αλιευμένα ψάρια, η [[ψαριά]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:50, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ, (ἄλη)
A wandering about, AB376, Hsch.
German (Pape)
[Seite 91] ἡ, das Umherirren, VLL.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
viaje, paseo, caminata Hsch. < ἀλεία ἁλεία > ἀλεία
v. ἀλείατα.
Greek Monolingual
ἁλεία, η (Α)
η αλιεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. της λ. ἁλιεία, πρβλ. και το σχήμα ὑγιεία-ὑγεία.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλειά].
Greek Monolingual
η ἁλεία
η συγκομιδή από το ψάρεμα, τα αλιευμένα ψάρια, η ψαριά.