ἄμης: Difference between revisions
ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well
(big3_3) |
(3) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ητος, ὁ<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br /><b class="num">1</b> [[torta]], [[pastel]], [[bollo de leche]] Ar.<i>Pl</i>.999, Antiph.89, 305, Ephipp.8, Alex.163, Amphis 9, Men.<i>Fr</i>.425, Clearch.87, Lync. en Ath.647b, Ph.1.390, Plu.2.1112e, <i>UPZ</i> 89.9 (graf. αμτος), Alciphr.3.12.2, <i>POxy</i>.1297.17 (IV a.C.).<br /><b class="num">2</b> [[horno]] ἡ (ὄπτησις) ἐν τῷ ἄμητι Dieuch. en Orib.4.5.2.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Quizá en rel. c. [[ἄμη]], q.u. | |dgtxt=-ητος, ὁ<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br /><b class="num">1</b> [[torta]], [[pastel]], [[bollo de leche]] Ar.<i>Pl</i>.999, Antiph.89, 305, Ephipp.8, Alex.163, Amphis 9, Men.<i>Fr</i>.425, Clearch.87, Lync. en Ath.647b, Ph.1.390, Plu.2.1112e, <i>UPZ</i> 89.9 (graf. αμτος), Alciphr.3.12.2, <i>POxy</i>.1297.17 (IV a.C.).<br /><b class="num">2</b> [[horno]] ἡ (ὄπτησις) ἐν τῷ ἄμητι Dieuch. en Orib.4.5.2.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Quizá en rel. c. [[ἄμη]], q.u. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἄμης]] (-ητος), ο (Α)<br />[[είδος]] γαλατόπιτας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[είναι]] άγνωστης ετυμολογίας. Πιθ. να έχει κάποια [[σχέση]] με το ρ. <i>ἀμῶμαι</i> (-άομαι) «[[συγκεντρώνω]], [[συγκομίζω]]» [[κατά]] το [[σχήμα]] <i>πλανῶμαι</i> -[[πλάνης]] ή με το ουσ. <i>ἄμη</i> «[[φτυάρι]], [[κουβάς]]» [[κατά]] το [[σχήμα]] <i>γύμνης</i>-[[γυμνός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:51, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 123] ητος, ὁ, eine Art Kuchen, Ar. Plut. 999 (Schol. εἶδος πλακοῦντος γαλακτώδους, nach Moer. ἔγχυτος πλακοῦς); öfter bei Ath., z. B. aus Antiphan. VI, 262 c; vgl. XIV, 644 c.
Greek (Liddell-Scott)
ἄμης: -ητος, ὁ, εἶδος πλακοῦντος μετὰ γάλακτος, Ἀριστοφ. Πλ. 999, Ἀντιφῶν ἐν «Δυσπράτῳ» 1, Μένανδ. ἐν «Ὑποβολιμαίῳ» 11, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ητος (ὁ) :
sorte de gâteau au lait.
Étymologie: DELG étym. inconnue.
Spanish (DGE)
-ητος, ὁ
• Prosodia: [ᾰ-]
1 torta, pastel, bollo de leche Ar.Pl.999, Antiph.89, 305, Ephipp.8, Alex.163, Amphis 9, Men.Fr.425, Clearch.87, Lync. en Ath.647b, Ph.1.390, Plu.2.1112e, UPZ 89.9 (graf. αμτος), Alciphr.3.12.2, POxy.1297.17 (IV a.C.).
2 horno ἡ (ὄπτησις) ἐν τῷ ἄμητι Dieuch. en Orib.4.5.2.
• Etimología: Quizá en rel. c. ἄμη, q.u.
Greek Monolingual
ἄμης (-ητος), ο (Α)
είδος γαλατόπιτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι άγνωστης ετυμολογίας. Πιθ. να έχει κάποια σχέση με το ρ. ἀμῶμαι (-άομαι) «συγκεντρώνω, συγκομίζω» κατά το σχήμα πλανῶμαι -πλάνης ή με το ουσ. ἄμη «φτυάρι, κουβάς» κατά το σχήμα γύμνης-γυμνός.