ἀμμά: Difference between revisions
Ἔργοις φιλόπονος ἴσθι, μὴ λόγοις μόνον → Lass Taten sprechen, führ nicht bloß das große Wort - Esto opere, non sermone solo industrius → Sei arbeitsam im Handeln nicht im Reden bloß
(big3_3) |
(3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ᾶς, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἀμμᾶς Pall.<i>H.Laus</i>.34.6; ἄμμα <i>BGU</i> 948.16 (IV/V a.C.); [[ἀμμή]] <i>SEG</i> 7.50; [[ἀμμάς]] <i>BGU</i> 449 (II/III a.C.); Ἀμμάς Hsch., <i>EM</i> 1090<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[mama]] ἡ μήτηρ Hsch., Phot.p.92R., κατὰ ὑποκόρισμα <i>EM</i> 1090.<br /><b class="num">2</b> [[madre superiora de un convento]] <i>Apoph.Patr</i>.M.65.416B<br /><b class="num">•</b>simpl. [[madre]] ref. a una monja o «madre espiritual», Pall.<i>H.Laus</i>.34.6, 59.1.<br /><b class="num">3</b> [[la madre]] hipocorístico de Rea, Hsch., Phot.l.c., <i>EM</i> 1090, o de Deméter, Hsch., Phot.l.c., o de la nodriza de Ártemis, Hsch., Phot.l.c.<br /><b class="num">II</b> [[ama]], [[nodriza]], <i>PMil.Vogl</i>.230.12 (II a.C.), <i>TC</i> 170.3, 189.3 (II a.C.), <i>PMich</i>.208.9 (II a.C.), <i>SB</i> 9882.2.5 (II/III a.C.), <i>BGU</i> 449 (II/III a.C.), 948.16 (IV/V a.C.), <i>EM</i> 1090, Phot.l.c.<br /><b class="num">•</b>fig. ἀ. ... ἡ ἁλυκὴ ζάψ Simm.11.<br /><b class="num">III</b> lesb. τὰς ἀντλίας δὲ ... οὕτως ἔλεγον Phot.l.c.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Voz infantil muy difundida, cf. alb. <i>amë</i> ‘madre’, ‘tía’, aaa., airl. <i>amma</i>, luv. jer. <i>ama</i> ‘madre’, etc. | |dgtxt=-ᾶς, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἀμμᾶς Pall.<i>H.Laus</i>.34.6; ἄμμα <i>BGU</i> 948.16 (IV/V a.C.); [[ἀμμή]] <i>SEG</i> 7.50; [[ἀμμάς]] <i>BGU</i> 449 (II/III a.C.); Ἀμμάς Hsch., <i>EM</i> 1090<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[mama]] ἡ μήτηρ Hsch., Phot.p.92R., κατὰ ὑποκόρισμα <i>EM</i> 1090.<br /><b class="num">2</b> [[madre superiora de un convento]] <i>Apoph.Patr</i>.M.65.416B<br /><b class="num">•</b>simpl. [[madre]] ref. a una monja o «madre espiritual», Pall.<i>H.Laus</i>.34.6, 59.1.<br /><b class="num">3</b> [[la madre]] hipocorístico de Rea, Hsch., Phot.l.c., <i>EM</i> 1090, o de Deméter, Hsch., Phot.l.c., o de la nodriza de Ártemis, Hsch., Phot.l.c.<br /><b class="num">II</b> [[ama]], [[nodriza]], <i>PMil.Vogl</i>.230.12 (II a.C.), <i>TC</i> 170.3, 189.3 (II a.C.), <i>PMich</i>.208.9 (II a.C.), <i>SB</i> 9882.2.5 (II/III a.C.), <i>BGU</i> 449 (II/III a.C.), 948.16 (IV/V a.C.), <i>EM</i> 1090, Phot.l.c.<br /><b class="num">•</b>fig. ἀ. ... ἡ ἁλυκὴ ζάψ Simm.11.<br /><b class="num">III</b> lesb. τὰς ἀντλίας δὲ ... οὕτως ἔλεγον Phot.l.c.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Voz infantil muy difundida, cf. alb. <i>amë</i> ‘madre’, ‘tía’, aaa., airl. <i>amma</i>, luv. jer. <i>ama</i> ‘madre’, etc. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἀμμὰ και ἀμμάς, η (AM)<br />[[μητέρα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[προσφώνηση]] ηγουμένης<br /><b>2.</b> [[προσφώνηση]] [[κάθε]] μοναχής<br /><b>3.</b> [[γυναίκα]] όχι [[μοναχή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παραμάννα]], [[τροφός]]<br /><b>2.</b> <i>ἀμμάς</i><br />επίθ. της Ρέας και της Δήμητρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη χαρακτηριστική της νηπιακής γλώσσας (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>amma</i>). Ο τ. <i>ἀμμὰ</i> αναφέρεται γενικά στην τροφό, [[αλλά]] σημαίνει [[επίσης]] και τη [[μητέρα]]. Και με τις δύο σημασίες η λ. χρησιμοποιήθηκε υποκοριστικά. Αργότερα (5ος-7ος μ. Χ. [[αιώνας]]) η λ. κατέληξε [[τίτλος]] για την επικεφαλής της μονής (ηγουμένη), αργότερα δε επεκτάθηκε σε [[κάθε]] [[μοναχή]] και στη [[γυναίκα]] γενικότερα. Απαντά [[επίσης]] στον Ηρόδοτο και τ. [[ἀμμία]] με την [[ίδια]] [[σημασία]]: «[[μητέρα]], [[τροφός]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:51, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A mother, EM84.24; foster-mother, nurse, SIG2868 (Calymna) :—also ἀμμάς, ἡ, EM84.26, BGU449 (iii A.D.); epith. of Rhea and Demeter, Hsch.
Spanish (DGE)
-ᾶς, ἡ
• Alolema(s): ἀμμᾶς Pall.H.Laus.34.6; ἄμμα BGU 948.16 (IV/V a.C.); ἀμμή SEG 7.50; ἀμμάς BGU 449 (II/III a.C.); Ἀμμάς Hsch., EM 1090
I 1mama ἡ μήτηρ Hsch., Phot.p.92R., κατὰ ὑποκόρισμα EM 1090.
2 madre superiora de un convento Apoph.Patr.M.65.416B
•simpl. madre ref. a una monja o «madre espiritual», Pall.H.Laus.34.6, 59.1.
3 la madre hipocorístico de Rea, Hsch., Phot.l.c., EM 1090, o de Deméter, Hsch., Phot.l.c., o de la nodriza de Ártemis, Hsch., Phot.l.c.
II ama, nodriza, PMil.Vogl.230.12 (II a.C.), TC 170.3, 189.3 (II a.C.), PMich.208.9 (II a.C.), SB 9882.2.5 (II/III a.C.), BGU 449 (II/III a.C.), 948.16 (IV/V a.C.), EM 1090, Phot.l.c.
•fig. ἀ. ... ἡ ἁλυκὴ ζάψ Simm.11.
III lesb. τὰς ἀντλίας δὲ ... οὕτως ἔλεγον Phot.l.c.
• Etimología: Voz infantil muy difundida, cf. alb. amë ‘madre’, ‘tía’, aaa., airl. amma, luv. jer. ama ‘madre’, etc.
Greek Monolingual
ἀμμὰ και ἀμμάς, η (AM)
μητέρα
μσν.
1. προσφώνηση ηγουμένης
2. προσφώνηση κάθε μοναχής
3. γυναίκα όχι μοναχή
αρχ.
1. παραμάννα, τροφός
2. ἀμμάς
επίθ. της Ρέας και της Δήμητρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη χαρακτηριστική της νηπιακής γλώσσας (πρβλ. λατ. amma). Ο τ. ἀμμὰ αναφέρεται γενικά στην τροφό, αλλά σημαίνει επίσης και τη μητέρα. Και με τις δύο σημασίες η λ. χρησιμοποιήθηκε υποκοριστικά. Αργότερα (5ος-7ος μ. Χ. αιώνας) η λ. κατέληξε τίτλος για την επικεφαλής της μονής (ηγουμένη), αργότερα δε επεκτάθηκε σε κάθε μοναχή και στη γυναίκα γενικότερα. Απαντά επίσης στον Ηρόδοτο και τ. ἀμμία με την ίδια σημασία: «μητέρα, τροφός»].