ἀμπελοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

Τί κοινότατον; ἐλπίς. καὶ γὰρ οἷς ἄλλο μηδέν, αὕτη πάρεστι → What is most common? Hope. For those who have nothing else, that is always there.

Source
(big3_3)
(3)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[apto para el cultivo de viñas]] σπιλάς Thphr.<i>CP</i> 2.4.4, (γῆ) (tierra) que produce viñas</i>, <i>PTeb</i>.82.10 (II a.C.).
|dgtxt=-ον<br />[[apto para el cultivo de viñas]] σπιλάς Thphr.<i>CP</i> 2.4.4, (γῆ) (tierra) que produce viñas</i>, <i>PTeb</i>.82.10 (II a.C.).
}}
{{grml
|mltxt=-ο (Α [[ἀμπελοφόρος]], -ον)<br />(για τόπους) ο [[κατάλληλος]] για αμπελοφυτείες, αυτός στον οποίο ευδοκιμεί η [[άμπελος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄμπελος]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]].
}}
}}

Revision as of 06:51, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμπελοφόρος Medium diacritics: ἀμπελοφόρος Low diacritics: αμπελοφόρος Capitals: ΑΜΠΕΛΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: ampelophóros Transliteration B: ampelophoros Transliteration C: ampeloforos Beta Code: a)mpelofo/ros

English (LSJ)

ον,

   A bearing vines, Thphr.CP2.4.4, PTeb.82, Poll. 1.228.

German (Pape)

[Seite 129] weintragend, γῆ, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμπελοφόρος: -ον, ὁ φέρων, ὁ ἔχων ἀμπέλους, Πολυδ. 1. 228.

Spanish (DGE)

-ον
apto para el cultivo de viñas σπιλάς Thphr.CP 2.4.4, (γῆ) (tierra) que produce viñas, PTeb.82.10 (II a.C.).

Greek Monolingual

-ο (Α ἀμπελοφόρος, -ον)
(για τόπους) ο κατάλληλος για αμπελοφυτείες, αυτός στον οποίο ευδοκιμεί η άμπελος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμπελος + -φόρος < φέρω.