ἀμφηρικός: Difference between revisions
κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.
(big3_3) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[de remos en ambos lados]], [[ἀκάτιον]] Th.4.67, cf. Hsch., Poll.1.82, Phot.p.98R., σκαφίδιον Sud. | |dgtxt=-ή, -όν<br />[[de remos en ambos lados]], [[ἀκάτιον]] Th.4.67, cf. Hsch., Poll.1.82, Phot.p.98R., σκαφίδιον Sud. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀμφηρικός]], -ή, -ὸν (Α) [[ἀμφήρης]]<br />ο [[αμφήρης]] (ΙΙ) «[[ἀκάτιον]] ἀμφηρικόν», μικρή δίκωπη [[βάρκα]] ([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b> «ληστρικόν, ἐν ᾧ εἷς ἐλαύνει δύο κώπας»). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:52, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A = ἀμφήρης 11: ἀκάτιον ἀ. sculling-boat, Th.4.67.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφηρικός: -ή, -όν, = ἀμφήρης, ΙΙ., ἀκάτιον ἀμφ., ἐλαφρὸν ἐφόλκιον, ἐν τῷ ὁποίῳ ἕκαστος ἐρέτης ἐκωπηλάτει μὲ δύο κώπας, ἢ ἁπλῶς δίκωπον, Θουκ. 4. 67. - «ἀμφηρικὸν ἁκάτιον· λῃστρικόν, ἐν ᾧ εἶς ἐλαύνει δύο κώπας», Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
à double aviron, càd manœuvré par un seul rameur muni de deux avirons.
Étymologie: ἀμφί, ἐρέσσω.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
de remos en ambos lados, ἀκάτιον Th.4.67, cf. Hsch., Poll.1.82, Phot.p.98R., σκαφίδιον Sud.
Greek Monolingual
ἀμφηρικός, -ή, -ὸν (Α) ἀμφήρης
ο αμφήρης (ΙΙ) «ἀκάτιον ἀμφηρικόν», μικρή δίκωπη βάρκα (κατά τον Ησύχ. «ληστρικόν, ἐν ᾧ εἷς ἐλαύνει δύο κώπας»).