Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀμφισβητητικός: Difference between revisions

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
(big3_3)
(3)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[discutidor]] οἱ περὶ λόγων ἀ. Pl.<i>Plt</i>.306a, cf. <i>Sph</i>.232d.<br /><b class="num">2</b> subst. ἡ ἀ. [[arte de la discusión]] Pl.<i>Sph</i>.226a, τὸ ἀ. controversia</i> Pl.<i>Sph</i>.225b.
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[discutidor]] οἱ περὶ λόγων ἀ. Pl.<i>Plt</i>.306a, cf. <i>Sph</i>.232d.<br /><b class="num">2</b> subst. ἡ ἀ. [[arte de la discusión]] Pl.<i>Sph</i>.226a, τὸ ἀ. controversia</i> Pl.<i>Sph</i>.225b.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀμφισβητητικός]], -όν) [[ἀμφισβήτητος]]<br /><b>1.</b> ο [[ικανός]] να αμφισβητεί, ασκημένος στον αντίλογο<br /><b>2.</b> αυτός που του αρέσει να αμφισβητεί, [[εριστικός]], [[φιλόνικος]]<br /><b>3.</b> (το θηλυκό ως ουσιαστικό) <i>η αμφισβητητική</i><br />η [[τέχνη]] της αμφισβήτησης<br /><b>4.</b> (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) <i>το αμφισβητητικόν</i><br />η επιχειρηματολογία.
}}
}}

Revision as of 06:52, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφισβητητικός Medium diacritics: ἀμφισβητητικός Low diacritics: αμφισβητητικός Capitals: ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: amphisbētētikós Transliteration B: amphisbētētikos Transliteration C: amfisvititikos Beta Code: a)mfisbhthtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A fond of disputing, disputatious, contentious, οἱ περὶ λόγους ἀ. Pl.Plt. 306a:—ἡ -κή (sc. τέχνη) art of disputing, Sph.226a; τὸ -κόν argumentation, ib.225b.

German (Pape)

[Seite 144] streitsüchtig, Plat. Polit. 306 a; ἡ -κή, die Kunst zu streiten, zu disputiren, Soph. 226 a.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφισβητητικός: -ή, -όν, ἐριστικός, φιλόνεικος, περί τι Πλάτ. Πολιτ. 306Α: - ἡ -κὴ (ἐνν. τέχνη) ἡ τέχνη τοῦ ἀμφισβητεῖν, ὁ αὐτ. Σοφ. 226Α· τὸ -κόν, τὸ ἀμφισβήτημα, αὐτόθι 225Α.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre à la controverse.
Étymologie: ἀμφισβητέω.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 discutidor οἱ περὶ λόγων ἀ. Pl.Plt.306a, cf. Sph.232d.
2 subst. ἡ ἀ. arte de la discusión Pl.Sph.226a, τὸ ἀ. controversia Pl.Sph.225b.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀμφισβητητικός, -όν) ἀμφισβήτητος
1. ο ικανός να αμφισβητεί, ασκημένος στον αντίλογο
2. αυτός που του αρέσει να αμφισβητεί, εριστικός, φιλόνικος
3. (το θηλυκό ως ουσιαστικό) η αμφισβητητική
η τέχνη της αμφισβήτησης
4. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) το αμφισβητητικόν
η επιχειρηματολογία.