ἀμφίκλυστος: Difference between revisions
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
(big3_3) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[batido enteramente por el agua]] de cabos o promontorios [[ἀκτή]] S.<i>Tr</i>.752, πέτρα S.<i>Tr</i>.780, ἠιών Str.11.4.2, χῶμα App.<i>BC</i> 5.72, χοιράδας Lyc.633. | |dgtxt=-ον<br />[[batido enteramente por el agua]] de cabos o promontorios [[ἀκτή]] S.<i>Tr</i>.752, πέτρα S.<i>Tr</i>.780, ἠιών Str.11.4.2, χῶμα App.<i>BC</i> 5.72, χοιράδας Lyc.633. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀμφίκλυστος]], -ον (Α) [[ἀμφικλύζω]]<br />αυτός που κατακλύζεται από νερά κι από τις δύο πλευρές ή που βρέχεται από [[παντού]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:52, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A washed on both sides by waves, ἀκτή, of a promontory, S.Tr.752, cf. 780; ἠιών Str.11.4.2; χῶμα App.BC5.72.
German (Pape)
[Seite 140] rings umspült, umfluthet, ἀκτή Soph. Tr. 749, πέτρα 777; χοιράδες Lyc. 633.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφίκλυστος: -ον, ὁ ἑκατέρωθεν περικλυζόμενος ὑπὸ τῆς θαλάσσης, ἀκτή τις ἀμφ., ἐπὶ ἀκρωτηρίου, Σοφ. Τρ. 752, πρβλ. 780.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
baigné tout autour.
Étymologie: ἀμφί, κλύζω.
Spanish (DGE)
-ον
batido enteramente por el agua de cabos o promontorios ἀκτή S.Tr.752, πέτρα S.Tr.780, ἠιών Str.11.4.2, χῶμα App.BC 5.72, χοιράδας Lyc.633.
Greek Monolingual
ἀμφίκλυστος, -ον (Α) ἀμφικλύζω
αυτός που κατακλύζεται από νερά κι από τις δύο πλευρές ή που βρέχεται από παντού.