ἀναγραμματίζω: Difference between revisions

From LSJ

τίνας ἀπέκτεινας, ὦ ἀφρονεστάτη θύγατερ; → You are completely out of your mind, daughter! Who are those you have killed?

Source
(big3_3)
(3)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[escribir una palabra capicúa]] e.d. aquella cuya lectura resulta igual de derecha a izquierda que de izquierda a derecha como Βαϊνχωωωχωωωχνϊαβ <i>PMag</i>.13.106, cf. 13.183.<br /><b class="num">2</b> [[escribir diferentes palabras utilizando las mismas letras como]] Ἥρα, [[ἀήρ]] Eust.46.4.
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[escribir una palabra capicúa]] e.d. aquella cuya lectura resulta igual de derecha a izquierda que de izquierda a derecha como Βαϊνχωωωχωωωχνϊαβ <i>PMag</i>.13.106, cf. 13.183.<br /><b class="num">2</b> [[escribir diferentes palabras utilizando las mismas letras como]] Ἥρα, [[ἀήρ]] Eust.46.4.
}}
{{grml
|mltxt=(Μ [[ἀναγραμματίζω]])<br />[[αλλάζω]] τη [[σειρά]] τών γραμμάτων μιας λέξης ή φράσης [[έτσι]] ώστε να σχηματιστεί νέα [[λέξη]] ή [[φράση]], π.χ. <i>αήρ</i>: <i>Ήρα</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ανάγραμμα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.-νεοελλ.</b> [[αναγραμματισμός]] <b>νεοελλ.</b> [[αναγραμμάτιση]]].
}}
}}

Revision as of 06:52, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναγραμματίζω Medium diacritics: ἀναγραμματίζω Low diacritics: αναγραμματίζω Capitals: ΑΝΑΓΡΑΜΜΑΤΙΖΩ
Transliteration A: anagrammatízō Transliteration B: anagrammatizō Transliteration C: anagrammatizo Beta Code: a)nagrammati/zw

English (LSJ)

   A write the letters of a name in direct and then in reverse order, PMag.Leid.W.3.21 (Pass.), al.    II transpose the letters of one word so as to form another, Eust.46.2, 488.12 (Pass.); e. g. Ἥρα ἀήρ, ἀρετή ἐρατή, Ἀρσινόη ἴον Ἥρας, Πτολεμαῖος ἀπὸ μέλιτος.

German (Pape)

[Seite 184] ein Anagramm machen, die Buchstaben eines Wortes so umstellen, daß sie ein anderes bilden, Gramm., z. B. ἀναγραμματισθεὶς ὁ χόλος λόχον ποιεῖ· Ἀρσινόη, Ἥρας ἴον.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναγραμματίζω: μετατίθημι τὰ γράμματα λέξεώς τινος, οὕτως ὥστε νὰ ἀποτελῆται ἄλλη λέξις, π.χ. ἡ λέξις Ἥρα γίνεται ἀήρ, ἡ ἀρετὴ ἐρατή, ἡ Ἀρσινόη ἴον Ἥρας, ὁ Πτολεμαῖος ἀπό μέλιτος καὶ πολλὰ ἄλλα, Εὐστ. καὶ ἀλλ.

Spanish (DGE)

1 escribir una palabra capicúa e.d. aquella cuya lectura resulta igual de derecha a izquierda que de izquierda a derecha como Βαϊνχωωωχωωωχνϊαβ PMag.13.106, cf. 13.183.
2 escribir diferentes palabras utilizando las mismas letras como Ἥρα, ἀήρ Eust.46.4.

Greek Monolingual

ἀναγραμματίζω)
αλλάζω τη σειρά τών γραμμάτων μιας λέξης ή φράσης έτσι ώστε να σχηματιστεί νέα λέξη ή φράση, π.χ. αήρ: Ήρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανάγραμμα.
ΠΑΡ. μσν.-νεοελλ. αναγραμματισμός νεοελλ. αναγραμμάτιση].