ἀνακτίζω: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
(big3_4)
(3)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[reconstruir]] πόλιν Str.9.2.5, τὴν πατρίδα D.Chr.2.79, τὰς (πόλεις) δὲ κατεστραμμένας ἀνακτίζων I.<i>BI</i> 1.165, τὸ τεῦχος (por τεῖχος) <i>SB</i> 7439.7 (VI a.C.)<br /><b class="num">•</b>en v. pas. ἀνεκτισμένην μοι οἰκίαν <i>PTeb</i>.1096.7 (II a.C.), ἀνεκτίσθη τὸ τεῖχος <i>IPh</i>.216 (VI a.C.).<br /><b class="num">2</b> fig. [[recrear]], [[rehacer]] en lit. crist. el cuerpo tras la resurrección ἀνακτισθέντι ... τῷ σώματι Ast.Am.<i>Hom</i>.1.5.5, el alma, Clem.Al.<i>Strom</i>.7.16.93, ἀνακτίσασθε ἑαυτοὺς ἐν πίστει Ign.<i>Tr</i>.8.1.
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[reconstruir]] πόλιν Str.9.2.5, τὴν πατρίδα D.Chr.2.79, τὰς (πόλεις) δὲ κατεστραμμένας ἀνακτίζων I.<i>BI</i> 1.165, τὸ τεῦχος (por τεῖχος) <i>SB</i> 7439.7 (VI a.C.)<br /><b class="num">•</b>en v. pas. ἀνεκτισμένην μοι οἰκίαν <i>PTeb</i>.1096.7 (II a.C.), ἀνεκτίσθη τὸ τεῖχος <i>IPh</i>.216 (VI a.C.).<br /><b class="num">2</b> fig. [[recrear]], [[rehacer]] en lit. crist. el cuerpo tras la resurrección ἀνακτισθέντι ... τῷ σώματι Ast.Am.<i>Hom</i>.1.5.5, el alma, Clem.Al.<i>Strom</i>.7.16.93, ἀνακτίσασθε ἑαυτοὺς ἐν πίστει Ign.<i>Tr</i>.8.1.
}}
{{grml
|mltxt=(Α [[ἀνακτίζω]])<br /><b>1.</b> [[χτίζω]] εκ νέου, [[ξαναχτίζω]]<br /><b>2.</b> [[αναδημιουργώ]], [[επαναφέρω]] στη ζωή, [[αναγεννώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀνα</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κτίζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀνάκτισις]] (-<i>η</i>)<br /><b>μσν.</b><br />[[ἀνακτιστής]]].
}}
}}

Revision as of 06:53, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνακτίζω Medium diacritics: ἀνακτίζω Low diacritics: ανακτίζω Capitals: ΑΝΑΚΤΙΖΩ
Transliteration A: anaktízō Transliteration B: anaktizō Transliteration C: anaktizo Beta Code: a)nakti/zw

English (LSJ)

   A rebuild, Str.9.2.5, D.Chr.2.79: fut. ἀνακτίσσω, prob. l. for ἀνακτήσουσι in App.Anth.6.75:—Pass., CIG8646 (vi A. D.), al.

German (Pape)

[Seite 194] wieder aufbauen, von neuem bauen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακτίζω: κτίζω ἐκ νέου, Στράβ. 403: - Παθ., Συλλ. Ἐπιγρ. 8646 καὶ ἀλλ.

Spanish (DGE)

1 reconstruir πόλιν Str.9.2.5, τὴν πατρίδα D.Chr.2.79, τὰς (πόλεις) δὲ κατεστραμμένας ἀνακτίζων I.BI 1.165, τὸ τεῦχος (por τεῖχος) SB 7439.7 (VI a.C.)
en v. pas. ἀνεκτισμένην μοι οἰκίαν PTeb.1096.7 (II a.C.), ἀνεκτίσθη τὸ τεῖχος IPh.216 (VI a.C.).
2 fig. recrear, rehacer en lit. crist. el cuerpo tras la resurrección ἀνακτισθέντι ... τῷ σώματι Ast.Am.Hom.1.5.5, el alma, Clem.Al.Strom.7.16.93, ἀνακτίσασθε ἑαυτοὺς ἐν πίστει Ign.Tr.8.1.

Greek Monolingual

ἀνακτίζω)
1. χτίζω εκ νέου, ξαναχτίζω
2. αναδημιουργώ, επαναφέρω στη ζωή, αναγεννώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + κτίζω.
ΠΑΡ. ἀνάκτισις (-η)
μσν.
ἀνακτιστής].