ἀναπόγραφος: Difference between revisions

From LSJ

κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education

Source
(big3_4)
(4)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[sin registrar]] μέταλλα Hyp.<i>Eux</i>.34, πρόβατα <i>BGU</i> 388 II 6 (II d.C.), cf. <i>SB</i> 8008.7 (III a.C.), <i>PLond</i>.2.260.29 (I d.C.), <i>PBremen</i> 32.27 (II d.C.), Poll.9.31.
|dgtxt=-ον<br />[[sin registrar]] μέταλλα Hyp.<i>Eux</i>.34, πρόβατα <i>BGU</i> 388 II 6 (II d.C.), cf. <i>SB</i> 8008.7 (III a.C.), <i>PLond</i>.2.260.29 (I d.C.), <i>PBremen</i> 32.27 (II d.C.), Poll.9.31.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀναπόγραφος]], -ον) [[ἀπογράφω]]<br />αυτός που δεν [[είναι]] [[γραμμένος]] σε καταλόγους, αυτός για τον οποίο δεν έγινε [[απογραφή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για εμπορεύματα) αυτός που δεν έχει γραφεί στο [[δασμολόγιο]].
}}
}}

Revision as of 06:53, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναπόγρᾰφος Medium diacritics: ἀναπόγραφος Low diacritics: αναπόγραφος Capitals: ΑΝΑΠΟΓΡΑΦΟΣ
Transliteration A: anapógraphos Transliteration B: anapographos Transliteration C: anapografos Beta Code: a)napo/grafos

English (LSJ)

ον,

   A not registered in the custom-house books, contraband, Poll.9.31; ἀ. μέταλλα unregistered mines, Hyp.Eux.34; not registered in the census, PLond.2.260.29 (i A. D.); πρόβατα ἀ. BGU338ii6 (ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 203] nicht eingeschrieben, τὰ ἀναπόγραφα, in das Zollregister nicht eingeschriebene, unverzollte Waaren, Poll. 9, 31.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναπόγρᾰφος: -ον, ὁ μὴ ἀπογεγραμμένος ἐν τοῖς βιβλίοις τοῦ τελωνείου, «τὸ δὲ μὴ ἀπογραφὲν ἀναπόγραφον» λαθρεμπόρευμα Πολυδ. Θϳ. 31, πρβλ. Βοίκχιον Π. Οἰ. Ἀθ. 2. 55· ἀναπόγρ. μέταλλα, μεταλλεῖα μὴ ἐγγεγραμμένα εἰς τὸν κατάλογον, Ὑπερείδ. ὑπὲρ Εὐξενίππ. 43· ἴδε ἐν λ. ἄγραφος.

Spanish (DGE)

-ον
sin registrar μέταλλα Hyp.Eux.34, πρόβατα BGU 388 II 6 (II d.C.), cf. SB 8008.7 (III a.C.), PLond.2.260.29 (I d.C.), PBremen 32.27 (II d.C.), Poll.9.31.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀναπόγραφος, -ον) ἀπογράφω
αυτός που δεν είναι γραμμένος σε καταλόγους, αυτός για τον οποίο δεν έγινε απογραφή
νεοελλ.
(για εμπορεύματα) αυτός που δεν έχει γραφεί στο δασμολόγιο.