ἀνεξέταστος: Difference between revisions
εὐνοεῖσθαι ὑπό θεῶν και ὑπό γυναικῶν → be liked by gods and women, be loved by gods and women, be favored by gods and women, be favoured by gods and women
(big3_4) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[no investigado]], [[no examinado]], [[βίος]] Pl.<i>Ap</i>.38a, οὐδέν Isoc.9.42, D.4.36, Aeschin.3.22, D.21.218, Luc.<i>Abd</i>.8, μίξεις Ph.2.266, πρᾶγμα Ph.2.298, μηδὲν ἀ. ἔσεσθαι παρὰ τῷ θεῷ Athenag.<i>Leg</i>.36.2, γνώμη D.C.56.28.5, [[δόξα]] Alex.Aphr.<i>in Metaph</i>.724.16, [[γράμμα]] Origenes <i>Fr.Hom</i>.39 <i>in Ier</i>.p.198.6.<br /><b class="num">2</b> [[que no examina]] μήτε ... ἐνέργει ... [[ἀνεξέταστος]] y no actúes sin previo examen</i> M.Ant.3.5.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[sin examinar]] Ph.1.550, Plu.2.94c, Luc.<i>Cal</i>.26, τὰς ἐντολὰς τοῦ κυρίου ἀ. δεχόμεθα Basil.M.31.888B. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[no investigado]], [[no examinado]], [[βίος]] Pl.<i>Ap</i>.38a, οὐδέν Isoc.9.42, D.4.36, Aeschin.3.22, D.21.218, Luc.<i>Abd</i>.8, μίξεις Ph.2.266, πρᾶγμα Ph.2.298, μηδὲν ἀ. ἔσεσθαι παρὰ τῷ θεῷ Athenag.<i>Leg</i>.36.2, γνώμη D.C.56.28.5, [[δόξα]] Alex.Aphr.<i>in Metaph</i>.724.16, [[γράμμα]] Origenes <i>Fr.Hom</i>.39 <i>in Ier</i>.p.198.6.<br /><b class="num">2</b> [[que no examina]] μήτε ... ἐνέργει ... [[ἀνεξέταστος]] y no actúes sin previo examen</i> M.Ant.3.5.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[sin examinar]] Ph.1.550, Plu.2.94c, Luc.<i>Cal</i>.26, τὰς ἐντολὰς τοῦ κυρίου ἀ. δεχόμεθα Basil.M.31.888B. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνεξέταστος]], -ον)<br />[[εκείνος]] που δεν εξετάστηκε, δεν υποβλήθηκε σε [[εξέταση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(Νομ.)</b> (για μάρτυρες) [[εκείνος]] που δεν υποβλήθηκε σε [[ανάκριση]] από την αρμόδια δικαστική [[αρχή]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δεν διερευνήθηκε, δεν μελετήθηκε. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:54, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A not searched out, not inquired into or examined, D.4.36, 21.218, Aeschin.3.22. II without inquiry or investigation, Ὁ δ' ἀνεξέταστος βίος οὐ βιωτὸς ἀνθρώπῳ (The unexamined life is not worth living) Pl.Ap.38a. Adv. -τως Ph. 1.550, Plu.2.94d, etc.
German (Pape)
[Seite 223] unerforscht, ungeprüft, βίος Plat. Apol. 58 a; Dem. 4, 36; Sp. – Adv., Stob. flor. 15, 8.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεξέταστος: -ον, ὁ μὴ ἐξετασθείς, Δημ. 50. 16., 584. 10, Αἰσχίν. 57. 3. ΙΙ ἄνευ ἐρεύνης ἢ ἐξετάσεως, ὁ δὲ ἀνεξέταστος βίος οὐ βιωτὸς ἀνθρώπῳ Πλάτ. Ἀπολ. 38Α. ― Ἐπίρρ. -τως Φίλων 1. 550.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 non examiné, non scruté;
2 qui ne recherche pas, qui n’examine pas.
Étymologie: ἀ, ἐξετάζω.
Spanish (DGE)
-ον
I 1no investigado, no examinado, βίος Pl.Ap.38a, οὐδέν Isoc.9.42, D.4.36, Aeschin.3.22, D.21.218, Luc.Abd.8, μίξεις Ph.2.266, πρᾶγμα Ph.2.298, μηδὲν ἀ. ἔσεσθαι παρὰ τῷ θεῷ Athenag.Leg.36.2, γνώμη D.C.56.28.5, δόξα Alex.Aphr.in Metaph.724.16, γράμμα Origenes Fr.Hom.39 in Ier.p.198.6.
2 que no examina μήτε ... ἐνέργει ... ἀνεξέταστος y no actúes sin previo examen M.Ant.3.5.
II adv. -ως sin examinar Ph.1.550, Plu.2.94c, Luc.Cal.26, τὰς ἐντολὰς τοῦ κυρίου ἀ. δεχόμεθα Basil.M.31.888B.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνεξέταστος, -ον)
εκείνος που δεν εξετάστηκε, δεν υποβλήθηκε σε εξέταση
νεοελλ.
(Νομ.) (για μάρτυρες) εκείνος που δεν υποβλήθηκε σε ανάκριση από την αρμόδια δικαστική αρχή
αρχ.
αυτός που δεν διερευνήθηκε, δεν μελετήθηκε.