ἀνηγεμόνευτος: Difference between revisions
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
(big3_4) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[que carece de guía]], [[ingobernado]]del alma, Ph.1.337, οἰκίαι Ph.1.696, κόσμος Luc.<i>Icar</i>.9, cf. <i>ITr</i>.46, φυρμός M.Ant.12.14. | |dgtxt=-ον<br />[[que carece de guía]], [[ingobernado]]del alma, Ph.1.337, οἰκίαι Ph.1.696, κόσμος Luc.<i>Icar</i>.9, cf. <i>ITr</i>.46, φυρμός M.Ant.12.14. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνηγεμόνευτος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει ηγεμόνα, άρχοντα, [[ακαθοδήγητος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:54, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A without leader, unguided, ψυχή Ph.1.337, cf. 696, Luc.Icar.9; φυρμός M.Ant.12.14.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνηγεμόνευτος: -ον, ὁ ἄνευ ἡγεμόνος, ἄνευ ὁδηγοῦ ἢ ἀρχηγοῦ, ἀλλ’ ἀδέσποτον καὶ ἀνηγεμόνευτον φέρεσθαι τὸν κόσμον Λουκ. Ἰκαρομ. 9· φυρμὸς ἀνηγεμόνευτος Μ. Ἀντων. 12.14.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans guide, sans maître.
Étymologie: ἀ, ἡγεμονεύω.
Spanish (DGE)
-ον
que carece de guía, ingobernadodel alma, Ph.1.337, οἰκίαι Ph.1.696, κόσμος Luc.Icar.9, cf. ITr.46, φυρμός M.Ant.12.14.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνηγεμόνευτος, -ον)
αυτός που δεν έχει ηγεμόνα, άρχοντα, ακαθοδήγητος.