ἀνίλλω: Difference between revisions
Κρίνει φίλους ὁ καιρός, ὡς χρυσὸν τὸ πῦρ → Aurum probatur igne, amicus tempore → Der Zeitpunkt sondert Freunde, wie das Feuer Gold
(big3_4) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[recoger]] βιβλίον Phryn.<i>PS</i> p.31.<br /><b class="num">2</b> en v. med. [[encogerse]] πρὸς δὲ τὸ αἰσχρὸν προσβαλοῦσα ἀνίλλεται (ἡ ψυχή) cuando (el alma) topa con lo feo se encoge</i> Plot.1.6.2, cf. Porph.<i>Plot</i>.14.23, Dam.<i>in Phlb</i>.22.2, ἀνίλλεσθαι· συστρέφεσθαι Hsch. | |dgtxt=<b class="num">1</b> [[recoger]] βιβλίον Phryn.<i>PS</i> p.31.<br /><b class="num">2</b> en v. med. [[encogerse]] πρὸς δὲ τὸ αἰσχρὸν προσβαλοῦσα ἀνίλλεται (ἡ ψυχή) cuando (el alma) topa con lo feo se encoge</i> Plot.1.6.2, cf. Porph.<i>Plot</i>.14.23, Dam.<i>in Phlb</i>.22.2, ἀνίλλεσθαι· συστρέφεσθαι Hsch. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀνίλλω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ξετυλίγω]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>ἀνίλλομαι</i><br />α) συστέλλομαι, [[διστάζω]]<br />β) [[υποκρίνομαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> στερ. <i>ἀν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἴλλω]] «[[περιτυλίσσω]], συστέλλομαι»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:54, 29 September 2017
English (LSJ)
ἀνείλλω, Phryn.PSp.31 B., Olymp.in Phlb.p.240 S.:— Pass.,
A shrink back, of the soul, Plot.1.6.2, cf. Porph.Plot.14.
German (Pape)
[Seite 237] = ἀνειλέω, βιβλίον B. A. 19.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνίλλω: ἀνείλλω, «ἀνίλλειν βιβλίον: οἱ μὲν ἄλλοι περισπῶσι τὴν λέξιν καὶ δι’ ἑνὸς λ γράφουσιν, οἱ δὲ Ἀττικοὶ παροξύνουσι καὶ διὰ δυοῖν λλ γράφουσιν· οὕτω καὶ τὸ ἐξίλλειν» Α. Β, 19, Ὀλυμπιόδ.
Spanish (DGE)
1 recoger βιβλίον Phryn.PS p.31.
2 en v. med. encogerse πρὸς δὲ τὸ αἰσχρὸν προσβαλοῦσα ἀνίλλεται (ἡ ψυχή) cuando (el alma) topa con lo feo se encoge Plot.1.6.2, cf. Porph.Plot.14.23, Dam.in Phlb.22.2, ἀνίλλεσθαι· συστρέφεσθαι Hsch.
Greek Monolingual
ἀνίλλω (Α)
1. ξετυλίγω
2. μέσ. ἀνίλλομαι
α) συστέλλομαι, διστάζω
β) υποκρίνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ἀν- + ἴλλω «περιτυλίσσω, συστέλλομαι»].