ἄνοικος: Difference between revisions

From LSJ

τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion

Source
(4)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄνοικος]], -ον (Α) [[οίκος]]<br />αυτός που δεν έχει [[σπίτι]], [[άστεγος]].
|mltxt=[[ἄνοικος]], -ον (Α) [[οίκος]]<br />αυτός που δεν έχει [[σπίτι]], [[άστεγος]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό(ν)<br />αυτός που πάσχει από [[άνοια]].
}}
}}

Revision as of 06:55, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄνοικος Medium diacritics: ἄνοικος Low diacritics: άνοικος Capitals: ΑΝΟΙΚΟΣ
Transliteration A: ánoikos Transliteration B: anoikos Transliteration C: anoikos Beta Code: a)/noikos

English (LSJ)

ον,

   A houseless, homeless, ἄ. ποιέειν τινά Hdt.3.145; cf. ἄοικος.

German (Pape)

[Seite 240] ohne Haus, ἄνοικον ποιεῖν, = ἐκβάλλειν, s. ἄοικος u. Lob. Phryn. 731.

Greek (Liddell-Scott)

ἄνοικος: -ον, = ἄοικος, ὁ μὴ ἔχων οἶκον ἢ οἰκογένειαν, ἀνέστιος, ἄν. ποιέειν τινὰ Ἡρόδ. 3. 145· πρβλ. ἄοικος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans résidence.
Étymologie: ἀ, οἶκος.

Spanish (DGE)

-ον
carente de hogar ὁρέων δὲ τοὺς Πέρσας ... σε ... ἄνοικον ποιέοντας viendo que los persas te dejan sin hogar Hdt.3.145.

Greek Monolingual

ἄνοικος, -ον (Α) οίκος
αυτός που δεν έχει σπίτι, άστεγος.

Greek Monolingual

-ή, -ό(ν)
αυτός που πάσχει από άνοια.