ἀντιθήγω: Difference between revisions
From LSJ
Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
(big3_5) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=[[afilar a su vez]] ὁ παράσιτος ἐπὶ τὸν σῦν ἀντιθήγει (τὸν ὀδόντα) Luc.<i>Par</i>.51. | |dgtxt=[[afilar a su vez]] ὁ παράσιτος ἐπὶ τὸν σῦν ἀντιθήγει (τὸν ὀδόντα) Luc.<i>Par</i>.51. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀντιθήγω]] (Α)<br />[[ακονίζω]] κι εγώ τα δόντια μου [[εναντίον]] [[αυτού]] που ακονίζει τα δικά του [[εναντίον]] μου. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:55, 29 September 2017
English (LSJ)
A whet against another, ὀδόντας ἐπί τινα Luc.Par.51.
German (Pape)
[Seite 252] dagegen wetzen, Luc. paras. 51.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιθήγω: ἀντακονίζω, ἀκονίζω ἐναντίον ἀκονίζοντος, ἀλλὰ κἂν ἐπ’ αὐτὸν ὁ σῦς τὸν ὀδόντα θήγῃ, καὶ ὁ παράσιτος ἐπὶ τὸν σῦν ἀντιθήγει Λουκ. Παράσ. 51.
French (Bailly abrégé)
exciter contre ou à son tour.
Étymologie: ἀντί, θήγω.
Spanish (DGE)
afilar a su vez ὁ παράσιτος ἐπὶ τὸν σῦν ἀντιθήγει (τὸν ὀδόντα) Luc.Par.51.
Greek Monolingual
ἀντιθήγω (Α)
ακονίζω κι εγώ τα δόντια μου εναντίον αυτού που ακονίζει τα δικά του εναντίον μου.