ἀντίμιμος: Difference between revisions
Εὐχῆς δικαίας οὐκ ἀνήκοος θεός → Numquam deus surdescit ad iustas preces → Der angemessnen Bitte öffnet Gott sein Ohr
(big3_5) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> [[que imita de cerca]], [[que reproduce, copia o representa]] c. dat. ὀφθαλμὸν ἀ. ἡλίου τροχῷ Ar.<i>Th</i>.17, cf. Sch.Arat.p.208.4, pero cf. εὐπαθοῦντι δὲ ἀνταποδιδόναι τὴν ἠχὴν ἀντίμιμον devolver un eco que reproduce los gritos de alegría</i> Callistr.9.3<br /><b class="num">•</b>c. gen. ἀ. τῆς οὐρανίου τάξεως del hombre que es una reproducción de la organización del cosmos</i> Ruf.<i>Anat</i>.1, ἀ. τοῦ οὐρανοῦ ποταμός Hld.9.9.3, cf. Ph.2.164, Cyr.H.<i>Catech</i>.6.10, κιβωτὸν ἀ. γῆς el arca (de Noé) que representa la tierra</i> Procop.Gaz.M.87.296B, ἀ. τῆς γαλήνης τὴν ὄψιν ῥυθμίζουσιν acuerdan su rostro a la tranquilidad del mar</i> Chrys.M.64.19<br /><b class="num">•</b>abs. Alcid. en Arist.<i>Rh</i>.1406<sup>a</sup>29<br /><b class="num">•</b>[[que imita falsamente]], [[que es una imitación o falsificación]] οὐκ ἀληθῆ Χριστὸν ... τοῦ κατ' οὐρανὸν Χριστοῦ ... ἀντίμιμον ἀπεργαζόμενος Eus.<i>DE</i> 4.15<br /><b class="num">•</b>subst. ὁ ἀ. [[imitación]], [[falsificación]] οἱ ἀ. τοῦ Δημιουργοῦ Clem.Al.<i>Strom</i>.4.13.91, cf. Hippol.<i>Haer</i>.5.16 (p.113.4).<br /><b class="num">II</b> bot.<br /><b class="num">1</b> [[mandrágora]], [[Mandragora Sp.]], Dsc.4.75.<br /><b class="num">2</b> [[silene]], [[Silene gallica L.]], Ps.Dsc.4.28. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> [[que imita de cerca]], [[que reproduce, copia o representa]] c. dat. ὀφθαλμὸν ἀ. ἡλίου τροχῷ Ar.<i>Th</i>.17, cf. Sch.Arat.p.208.4, pero cf. εὐπαθοῦντι δὲ ἀνταποδιδόναι τὴν ἠχὴν ἀντίμιμον devolver un eco que reproduce los gritos de alegría</i> Callistr.9.3<br /><b class="num">•</b>c. gen. ἀ. τῆς οὐρανίου τάξεως del hombre que es una reproducción de la organización del cosmos</i> Ruf.<i>Anat</i>.1, ἀ. τοῦ οὐρανοῦ ποταμός Hld.9.9.3, cf. Ph.2.164, Cyr.H.<i>Catech</i>.6.10, κιβωτὸν ἀ. γῆς el arca (de Noé) que representa la tierra</i> Procop.Gaz.M.87.296B, ἀ. τῆς γαλήνης τὴν ὄψιν ῥυθμίζουσιν acuerdan su rostro a la tranquilidad del mar</i> Chrys.M.64.19<br /><b class="num">•</b>abs. Alcid. en Arist.<i>Rh</i>.1406<sup>a</sup>29<br /><b class="num">•</b>[[que imita falsamente]], [[que es una imitación o falsificación]] οὐκ ἀληθῆ Χριστὸν ... τοῦ κατ' οὐρανὸν Χριστοῦ ... ἀντίμιμον ἀπεργαζόμενος Eus.<i>DE</i> 4.15<br /><b class="num">•</b>subst. ὁ ἀ. [[imitación]], [[falsificación]] οἱ ἀ. τοῦ Δημιουργοῦ Clem.Al.<i>Strom</i>.4.13.91, cf. Hippol.<i>Haer</i>.5.16 (p.113.4).<br /><b class="num">II</b> bot.<br /><b class="num">1</b> [[mandrágora]], [[Mandragora Sp.]], Dsc.4.75.<br /><b class="num">2</b> [[silene]], [[Silene gallica L.]], Ps.Dsc.4.28. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀντίμιμος]], -ον (AM)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει γίνει κατ' [[απομίμηση]] κάποιου άλλου, ο εντελώς όμοιος με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> α) ο [[αντίπαλος]], ο [[αντίζηλος]]<br />β) ο [[τύπος]], το [[ομοίωμα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μεταμορφώνεται, που εξαπατά<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> το υποκατάστατο, εκείνο που αντικαθιστά ή μπορεί να αντικαταστήσει [[κάτι]] [[άλλο]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:55, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A closely imitating, ἠχή, of an echo, Callistr.Stat.9; τινός Alcid. ap. Arist.Rh.1406a29; of man as a microcosm, ἀ. τῆς οὐρανίου τάξεως Ruf.Anat.1; ἀ. οὐρανοῦ ποταμός Hld.9.9, cf. Ph.2.164, Sthenidasap.Stob.47.63: c. dat., ὀφθαλμὸν ἀ. ἡλίου τροχῷ Ar. Th.17. II = μανδραγόρας, Dsc.4.75; = ὠκιμοειδές, Ps.-Dsc.4.28.
German (Pape)
[Seite 255] (μιμέομαι), nachahmend, τινός, Alcidam. bei Arist. rhet. 3, 3; pass., nachgeahmt, τινί, Ar. Th. 17 u. Sp., wie Heliod.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίμῑμος: -ον, ὁ πιστῶς ἀπομιμούμενος, μ. γεν., ἀντίμιμον τὴν τῆς ψυχῆς ἐπιθυμίαν Ἀλκιδ. ἐν Ἀριστ. Ρητ. 3. 3, 3· μετὰ δοτ. ὀφθαλμὸν ἀντίμιμον ἡλίου τροχῷ Ἀριστοφ. Θεσμ. 17.
Spanish (DGE)
-ον
I que imita de cerca, que reproduce, copia o representa c. dat. ὀφθαλμὸν ἀ. ἡλίου τροχῷ Ar.Th.17, cf. Sch.Arat.p.208.4, pero cf. εὐπαθοῦντι δὲ ἀνταποδιδόναι τὴν ἠχὴν ἀντίμιμον devolver un eco que reproduce los gritos de alegría Callistr.9.3
•c. gen. ἀ. τῆς οὐρανίου τάξεως del hombre que es una reproducción de la organización del cosmos Ruf.Anat.1, ἀ. τοῦ οὐρανοῦ ποταμός Hld.9.9.3, cf. Ph.2.164, Cyr.H.Catech.6.10, κιβωτὸν ἀ. γῆς el arca (de Noé) que representa la tierra Procop.Gaz.M.87.296B, ἀ. τῆς γαλήνης τὴν ὄψιν ῥυθμίζουσιν acuerdan su rostro a la tranquilidad del mar Chrys.M.64.19
•abs. Alcid. en Arist.Rh.1406a29
•que imita falsamente, que es una imitación o falsificación οὐκ ἀληθῆ Χριστὸν ... τοῦ κατ' οὐρανὸν Χριστοῦ ... ἀντίμιμον ἀπεργαζόμενος Eus.DE 4.15
•subst. ὁ ἀ. imitación, falsificación οἱ ἀ. τοῦ Δημιουργοῦ Clem.Al.Strom.4.13.91, cf. Hippol.Haer.5.16 (p.113.4).
II bot.
1 mandrágora, Mandragora Sp., Dsc.4.75.
2 silene, Silene gallica L., Ps.Dsc.4.28.
Greek Monolingual
ἀντίμιμος, -ον (AM)
1. αυτός που έχει γίνει κατ' απομίμηση κάποιου άλλου, ο εντελώς όμοιος με κάποιον άλλο
2. το αρσ. ως ουσ. α) ο αντίπαλος, ο αντίζηλος
β) ο τύπος, το ομοίωμα
μσν.
1. αυτός που μεταμορφώνεται, που εξαπατά
2. το αρσ. ως ουσ. το υποκατάστατο, εκείνο που αντικαθιστά ή μπορεί να αντικαταστήσει κάτι άλλο.