ἀντιπαρέκτασις: Difference between revisions

From LSJ

οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?

Source
(big3_5)
(5)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-εως, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[interpenetración]], [[penetración mutua de dos o más cuerpos]], Chrysipp.<i>Stoic</i>.2.153, 154.<br /><b class="num">2</b> fig. [[compenetración]] πρὸς τὸ θεῖον ὕψος Gr.Naz.M.36.592C.
|dgtxt=-εως, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[interpenetración]], [[penetración mutua de dos o más cuerpos]], Chrysipp.<i>Stoic</i>.2.153, 154.<br /><b class="num">2</b> fig. [[compenetración]] πρὸς τὸ θεῖον ὕψος Gr.Naz.M.36.592C.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀντιπαρέκτασις]], η (Α)<br />η αμοιβαία [[έκταση]] και [[διείσδυση]] [[μεταξύ]] δύο ή περισσότερων σωμάτων.
}}
}}

Revision as of 06:55, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιπαρέκτᾰσις Medium diacritics: ἀντιπαρέκτασις Low diacritics: αντιπαρέκτασις Capitals: ΑΝΤΙΠΑΡΕΚΤΑΣΙΣ
Transliteration A: antiparéktasis Transliteration B: antiparektasis Transliteration C: antiparektasis Beta Code: a)ntipare/ktasis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A interpenetration of two or more bodies in κρᾶσις, Chrysipp.Stoic.2.153.

German (Pape)

[Seite 257] ῆ, = ἀντιπαράτασις, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιπαρέκτᾰσις: -εως, ἡ, παρέκτασις πρός τι, ἀντιπαράτασις, ἐξίσωσις, Χρύσιππ. ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 376, Φίλων 1. 433.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 interpenetración, penetración mutua de dos o más cuerpos, Chrysipp.Stoic.2.153, 154.
2 fig. compenetración πρὸς τὸ θεῖον ὕψος Gr.Naz.M.36.592C.

Greek Monolingual

ἀντιπαρέκτασις, η (Α)
η αμοιβαία έκταση και διείσδυση μεταξύ δύο ή περισσότερων σωμάτων.