ἀντίσταθμος: Difference between revisions

From LSJ

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source
(big3_5)
(5)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> c. dat. [[que contrapesa]], [[que equilibra]] μέρεσιν Pl.<i>Sph</i>.229c, ἀντίσταθμον ὥσπερ ἐκείνῳ τοῦτο τιθείς Cyr.Al.M.74.749B.<br /><b class="num">2</b> c. gen. [[que es contrapartida de]] ὡς πατὴρ ἀντίσταθμον τοῦ θηρὸς ἐκθύσειε τὴν [[αὑτοῦ]] κόρην S.<i>El</i>.571, χρυσὸν ἀντίσταθμον τῆς κεφαλῆς οὐκ ἐδέξαντο D.S.5.29.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> c. dat. [[que contrapesa]], [[que equilibra]] μέρεσιν Pl.<i>Sph</i>.229c, ἀντίσταθμον ὥσπερ ἐκείνῳ τοῦτο τιθείς Cyr.Al.M.74.749B.<br /><b class="num">2</b> c. gen. [[que es contrapartida de]] ὡς πατὴρ ἀντίσταθμον τοῦ θηρὸς ἐκθύσειε τὴν [[αὑτοῦ]] κόρην S.<i>El</i>.571, χρυσὸν ἀντίσταθμον τῆς κεφαλῆς οὐκ ἐδέξαντο D.S.5.29.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀντίσταθμος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ίσου βάρους με [[κάτι]], [[ισοβαρής]], [[ισοζυγής]]<br /><b>2.</b> αυτός που προσφέρεται ως [[αντιστάθμισμα]] ή για εξιλασμό.
}}
}}

Revision as of 06:55, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντίσταθμος Medium diacritics: ἀντίσταθμος Low diacritics: αντίσταθμος Capitals: ΑΝΤΙΣΤΑΘΜΟΣ
Transliteration A: antístathmos Transliteration B: antistathmos Transliteration C: antistathmos Beta Code: a)nti/staqmos

English (LSJ)

ον, (σταθμός)

   A counterpoising, balancing, τινί Pl.Sph.229c; χρυσὸν ἀ. τῆς κεφαλῆς οὐκ ἐδέξαντο D.S. 5.29: metaph., in compensation for, ὡς πατὴρ ἀ. τοῦ θηρὸς ἐκθύσειε τὴν αὑτοῦ κόρην S.El.571.

German (Pape)

[Seite 260] gleichwiegend, Plat. Soph. 229 c; die Stelle ersetzend, τινός Soph. El. 561; χρυσὸν ἀντ. κεφαλῆς οὐ δέχομαι D. Sic. 5, 29.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντίσταθμος: -ον, (στάθμη), ἰσοβαρής, ἰσοζυγής, ἰσόρροπος, τινὶ Πλάτ. Σοφ. 229C· χρυσὸν ἀντίσταθμον τῆς κεφαλῆς οὐκ ἐδέξαντο Διόδ. 5. 29: - μεταφ., ὡς πατήρ ἀντίσταθμον τοῦ θηρὸς ἐκθύσειε τὴν αὑτοῦ κόρην, ἀντίρροπον διὰ τὴν φονευθεῖσαν ἔλαφον πρὸς ἐξιλασμὸν τῆς Ἀρτέμιδος, Σοφ. Ἠλ. 571.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui fait contrepoids, équivalent à, en compensation de, gén..
Étymologie: ἀντί, σταθμός.

Spanish (DGE)

-ον
1 c. dat. que contrapesa, que equilibra μέρεσιν Pl.Sph.229c, ἀντίσταθμον ὥσπερ ἐκείνῳ τοῦτο τιθείς Cyr.Al.M.74.749B.
2 c. gen. que es contrapartida de ὡς πατὴρ ἀντίσταθμον τοῦ θηρὸς ἐκθύσειε τὴν αὑτοῦ κόρην S.El.571, χρυσὸν ἀντίσταθμον τῆς κεφαλῆς οὐκ ἐδέξαντο D.S.5.29.

Greek Monolingual

ἀντίσταθμος, -ον (Α)
1. ίσου βάρους με κάτι, ισοβαρής, ισοζυγής
2. αυτός που προσφέρεται ως αντιστάθμισμα ή για εξιλασμό.