ἀνυστικός: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
(big3_5)
(5)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[efectivo]], [[práctico]] τὸ μακρὰ βαίνειν ἀνυστικόν Arist.<i>Phgn</i>.813<sup>a</sup>4, μία ψυχὴ τῆς ἁπάσης ἐστὶ πολυχειρίας ... ἀνυστικωτέρα Plb.8.3.3, cf. Archig. en Gal.8.154, [[εἶδος]] διαιρέσεως ... ἀνυστικώτατον εἰς εὕρεσιν Longin.<i>Rh</i>.p.182<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἀνυστικόν: πομπικός ἐστι πέρα τοῦ ἀνυστικοῦ καὶ χρησίμου D.H.<i>Imit</i>.6.5.p.211.
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[efectivo]], [[práctico]] τὸ μακρὰ βαίνειν ἀνυστικόν Arist.<i>Phgn</i>.813<sup>a</sup>4, μία ψυχὴ τῆς ἁπάσης ἐστὶ πολυχειρίας ... ἀνυστικωτέρα Plb.8.3.3, cf. Archig. en Gal.8.154, [[εἶδος]] διαιρέσεως ... ἀνυστικώτατον εἰς εὕρεσιν Longin.<i>Rh</i>.p.182<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἀνυστικόν: πομπικός ἐστι πέρα τοῦ ἀνυστικοῦ καὶ χρησίμου D.H.<i>Imit</i>.6.5.p.211.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀνυστικός]], -ή, -όν (Α) [[ανυστός]]<br />[[αποτελεσματικός]], [[συντελεστικός]].
}}
}}

Revision as of 06:56, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνῠστικός Medium diacritics: ἀνυστικός Low diacritics: ανυστικός Capitals: ΑΝΥΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: anystikós Transliteration B: anystikos Transliteration C: anystikos Beta Code: a)nustiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A effective, practical, Arist.Phgn.813a4; τὸ ἀ. D.H.Vett.Cens.5.2: Comp. -ώτερος Plb.8.5.3, cf. Archig. ap. Gal.8.154: Sup., [Longin.] Rh.p.182H.

German (Pape)

[Seite 267] zum Ziele führend, erfolgreich, Arist. phys siogn. 6, 44; Pol. 8, 5; auch Sp., καὶ χρήσιμος Dion. Hal. cens. vett. scriptt. 5, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνυστικός: -ή, -όν, συντελεστικός, ἀποτελεσματικός, μεγάλως συντελῶν, ταχύς, ὁρμητικός, Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 44. - Συγκρ. - ώτερος Πολύβ. 8. 5, 3· πρβλ. ἀνυτικός.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
efectivo, práctico τὸ μακρὰ βαίνειν ἀνυστικόν Arist.Phgn.813a4, μία ψυχὴ τῆς ἁπάσης ἐστὶ πολυχειρίας ... ἀνυστικωτέρα Plb.8.3.3, cf. Archig. en Gal.8.154, εἶδος διαιρέσεως ... ἀνυστικώτατον εἰς εὕρεσιν Longin.Rh.p.182
subst. τὸ ἀνυστικόν: πομπικός ἐστι πέρα τοῦ ἀνυστικοῦ καὶ χρησίμου D.H.Imit.6.5.p.211.

Greek Monolingual

ἀνυστικός, -ή, -όν (Α) ανυστός
αποτελεσματικός, συντελεστικός.