ἀπανδόκευτος: Difference between revisions

From LSJ

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347
(big3_5)
(5)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον [[carente de posadas]] ὁδός Democr.B 230.
|dgtxt=-ον [[carente de posadas]] ὁδός Democr.B 230.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀπανδόκευτος]] (-ον) (Α) [[πανδοκεύω]]<br />αυτός που δεν έχει [[πανδοχείο]] για να ξεκουραστούν οι ταξιδιώτες («[[βίος]] [[ἀνεόρταστος]], μακρὰ ὁδὸς [[ἀπανδόκευτος]]», Δημόκρ.).
}}
}}

Revision as of 06:56, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπανδόκευτος Medium diacritics: ἀπανδόκευτος Low diacritics: απανδόκευτος Capitals: ΑΠΑΝΔΟΚΕΥΤΟΣ
Transliteration A: apandókeutos Transliteration B: apandokeutos Transliteration C: apandokeftos Beta Code: a)pando/keutos

English (LSJ)

ον,

   A without an inn to rest at, ὁδός Democr.230.

German (Pape)

[Seite 278] ohne Gastgelage, Democrit. bei Stob.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπανδόκευτος: -ον, ἄνευ πανδοκείου πρὸς ἀνάπαυσιν, βίος ἀνεόρταστος, μακρὰ ὁδὸς ἀπανδόκευτος Δημόκρ. παρὰ Στοβ. 154. 38.

Spanish (DGE)

-ον carente de posadas ὁδός Democr.B 230.

Greek Monolingual

ἀπανδόκευτος (-ον) (Α) πανδοκεύω
αυτός που δεν έχει πανδοχείο για να ξεκουραστούν οι ταξιδιώτες («βίος ἀνεόρταστος, μακρὰ ὁδὸς ἀπανδόκευτος», Δημόκρ.).